Ο τερματισμός μιας συμμαχίας μεταξύ πρώην αντιπάλων που άντεξε περισσότερο από τρία χρόνια, αλλά μετεξελίχθηκε και πάλι σε αντιπαλότητα, ήταν η αιτία πίσω από την ελεύθερη πτώση του πετρελαίου την περασμένη Δευτέρα (9/3). Διεκδικώντας το μέγιστο δυνατό μερίδιο στην παγκόσμια αγορά, η Σαουδική Αραβία άρχισε να ρίχνει επιθετικά τις τιμές του  «μαύρου» χρυσού,

που στην αρχή της συνεδρίασης σημείωσαν κυριολεκτικά ιλιγγιώδη πτώση 30%. Αργότερα, η πτώση περιορίστηκε στο 20%, με το αργό Brent σήμερα το πρωί να διαπραγματεύεται στα £36,17 το βαρέλι και το Αμερικανικό WTI στα £32,37 το βαρέλι.  

Όπως περιγράφουν σε χθεσινό δημοσίευμά τους οι Financial Times, η βασική αιτία της μεγάλης πτώσης των τιμών υπήρξε η στάση της Μόσχας που πήρε αποστάσεις από τη Σαουδική Αραβία και τον OPEC και δεν συντάχθηκε με το Ριάντ στην προσπάθειά του να επιβάλει νέες και ακόμη πιο δραστικές περικοπές στην παραγωγή πετρελαίου. Ζητούμενο για το Ριάντ ήταν βέβαια για μία ακόμη φορά να στηριχθούν οι τιμές του πετρελαίου καθώς παρατηρείται ραγδαία μείωση της παγκόσμιας ζήτησης. Όμως οι θέσεις της Σ. Αραβίας δεν βρήκαν τη στήριξη της Μόσχας, μολονότι η Ρωσία αποτελούσε άτυπο μέλος του OPEC από το 2016, όταν οι τιμές του αργού χρυσού είχαν κατρακυλήσει στα 30 δολάρια το βαρέλι. Τη συμμαχία είχε υπαγορεύσει το κοινό συμφέρον και η ύπαρξη του κοινού εχθρού που δεν ήταν άλλος από την εκρηκτική αύξηση της παραγωγής σχιστολιθικών υδρογονανθράκων στις ΗΠΑ. Έτσι, τα τελευταία τρία χρόνια η Ρωσία συμμετείχε στις κρισιμότερες συνεδριάσεις του και συνδιαμόρφωνε τις αποφάσεις για μείωση της παραγωγής και στήριξη των τιμών.

Σύμφωνα μάλιστα με τους Financial Times, τη συμμαχία είχε διευκολύνει και παγιώσει η προσωπική συμπάθεια ανάμεσα στον Ρώσο υπουργό Ενέργειας, Αλεξάντερ Νόβακ, και τον πρώην ομόλογό του της Σαουδικής Αραβίας, τον Χαλί αλ Φαλίχ, που αποπέμφθηκε, όμως πέρυσι αντικαταστάθηκε από τον υιό του Σαουδάραβα μονάρχη πρίγκιπα Αμπντουλαζίζ μπιν Σαλμάν. Όλα αυτά ίσχυαν μέχρι τη δήλωση του κ. Νόβακ ότι η Μόσχα δεν θα ακολουθήσει τον OPEC στη μείωση της παραγωγής και ότι από 1η Απριλίου κάθε χώρα μπορεί να παράγει όσο πετρέλαιο θέλει. Την ίδια στιγμή, στους κόλπους του διεθνούς καρτέλ επικρατούσε ομοφωνία για την ανάγκη περαιτέρω και πιο αποφασιστικής μείωσης της παραγωγής. Καθοριστικός παράγοντας έχει σταθεί η προειδοποίηση των διαπραγματευτών πετρελαίου ότι το 2020 η παγκόσμια ζήτηση για το πετρέλαιο θα μειωθεί για πρώτη φορά μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.

Από τη στιγμή, όμως, που η Μόσχα διαφοροποίησε τη θέση της, το Ριάντ αντέδρασε επιθετικά αυξάνοντας θεαματικά την παραγωγή του σε πετρέλαιο και προσφέροντάς το στην πελατεία του σε πολύ χαμηλές τιμές. Στις διαπραγματεύσεις στους κόλπους του OPEC στη Βιέννη, η Μόσχα είχε επικαλεστεί την ανάγκη να εκτιμήσει καλύτερα τον αντίκτυπο που θα έχει η επιδημία του κορωνοϊού στην αγορά πετρελαίου. Αναλυτές της αγοράς εκτιμούν, πάντως, πως η Μόσχα επιδιώκει να πλήξει τις αμερικανικές εταιρείες σχιστολιθικών, πολλές από τις οποίες δεν θα είναι βιώσιμες όταν οι τιμές του πετρελαίου θα βρίσκονται σε τόσο χαμηλά επίπεδα. Σύμφωνα με τους F.T., ενδέχεται να εκδικείται την Ουάσιγκτον για τις κυρώσεις που έχει επιβάλει σε όσες εταιρείες συμμετέχουν στον αγωγό  Nord Stream 2 που θα μεταφέρει ρωσικό φυσικό αέριο στη Γερμανία αλλά και τις πρόσφατες κυρώσεις κατά του εμπορικού βραχίονα της κρατικά ελεγχόμενης Rosneft.

Σε ό,τι αφορά τη Σαουδική Αραβία, αναλυτές της αγοράς θεωρούν παρακινδυνευμένη την επιλογή της να ρίξει τόσο χαμηλά τις τιμές. Η πτώση των τιμών μπορεί να πλήξει την οικονομία της έστω κι αν έχει τη δυνατότητα να αυξήσει την παραγωγή πολύ περισσότερο από τη Ρωσία. Και βέβαια η μετοχή της Aramco, ναυαρχίδας του σαουδαραβικού πετρελαϊκού κλάδου, υποχώρησε τη Δευτέρα (9/3) κατά 10% συμπαρασύροντας και το χρηματιστήριο του Ριάντ σε πτώση 7,8%, ενώ την ίδια στιγμή αυξανόταν κατά σχεδόν 70% το κόστος ασφάλισης έναντι πτώχευσης της Σαουδικής Αραβίας.