Οι Αυξανόμενες Ανάγκες για Φυσικό Αέριο στην Ευρώπη Ενισχύουν την Ενεργειακή της Εξάρτηση

Σήμερα ένα μεγάλο μέρος της ενέργειας που καταναλώνει η Ευρώπη των 27 προέρχεται από το φυσικό αέριο. Πιο συγκεκριμένα το φυσικό αέριο αντιστοιχεί στο ¼ της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης ενώ στην περίπτωση του ηλεκτρισμού το αέριο ευθύνεται για το 20% της παραγόμενης ηλεκτρικής ισχύος.
Tου Κ. Ν. Σταμπολή
Παρ, 16 Νοεμβρίου 2007 - 06:04

Σήμερα ένα μεγάλο μέρος της ενέργειας που καταναλώνει η Ευρώπη των 27 προέρχεται από το φυσικό αέριο. Πιο συγκεκριμένα το φυσικό αέριο αντιστοιχεί στο ¼ της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης ενώ στην περίπτωση του ηλεκτρισμού το αέριο ευθύνεται για το 20% της παραγόμενης ηλεκτρικής ισχύος. Αυτό όμως που είναι πιο εντυπωσιακό είναι ο ρυθμός διείσδυσης του φυσικού αερίου ως μιας βασικής ενεργειακής πηγής αφού η κατανάλωση του έχει διπλασιαστεί τα τελευταία 25 χρόνια με παράλληλη μείωση του ποσοστού καύσης λιθάνθρακα και πετρελαίου κατά 20% και για το ίδιο χρονικό διάστημα.

Η επιτυχία στην γενικευμένη χρήση του αερίου τόσο από την βιομηχανία όσο και από τον εμπορικό και οικιακό τομέα έγκειται στο γεγονός ότι το φυσικό αέριο είναι ένα σχετικά καθαρό καύσιμο, του οποίου η καύση δημιουργεί ελάχιστους αέριους ρύπους σε σύγκριση με τ’ άλλα καύσιμα, είναι εύκολο στη χρήση του ιδίως στον οικιακό – εμπορικό - τουριστικό τομέα, είναι φθηνότερο από το πετρέλαιο και έχει υψηλή θερμική απόδοση. Μάλιστα στην παραγωγή ηλεκτρισμού η επιτυχία του φυσικού αερίου υπήρξε εντυπωσιακή και πέρα από κάθε πρόβλεψη. Ενώ αρχικά το φυσικό αέριο επιβλήθηκε τρόπο τινά στις εταιρείες ηλεκτρισμού αφού αυτές ήσαν οι μόνες που μπορούσαν να καταναλώσουν μεγάλους σχετικά όγκους, απαραίτητο για να καλυφθούν οι όροι των συμβάσεων αγοράς αερίου από Ρωσία και Αλγερία, (οι δύο βασικοί προμηθευτές των περισσοτέρων Ευρωπαϊκών χωρών), σταδιακά και λόγω των μεγάλων του προτερημάτων καθιερώθηκε ως το προτιμητέο καύσιμο σχεδόν σε όλες τις νέες μονάδες παραγωγής ηλεκτρισμού.

Έτσι στα τελευταία 10 χρόνια το 80% των σταθμών παραγωγής ηλεκτρισμού που κατασκευάστηκαν στην Ευρώπη καταναλώνουν φυσικό αέριο το οποίο και ευθύνεται για το 20% της ηλεκτροπαραγωγής στη γηραιά Ήπειρο, δηλαδή μία τεράστια αύξηση σε σχέση με το 1980 όταν το φυσικό αέριο εκάλυπτε μόνο το 7.0% της ηλεκτροπαραγωγής. Στην Ιταλία μάλιστα, η οποία έχει την πιο γρήγορα αναπτυσσόμενη αγορά αερίου στην Ευρώπη, το 60% της ηλεκτροπαραγωγής επιτυγχάνεται με φυσικό αέριο.

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι σύμφωνα με τελευταίες εκτιμήσεις η ζήτηση για φυσικό αέριο στην Ευρώπη το 2020 θα είναι 40% υψηλότερη από ότι είναι τώρα. Εάν σήμερα η Ευρώπη συνολικά εισάγει 300 δις. κυβικά μέτρα (BCM’s) κατ’ έτος το 2020 εκτιμάται ότι θα αναγκασθεί να εισάγει 600 BCM’s για να καλύψει τις τεράστιες ανάγκες της. Μόνο η αντικατάσταση του 25% της ηλεκτροπαραγωγής της Ευρώπης με φυσικό αέριο, θα αντικαταστήσει 130 BCM’s.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση όμως δεν είναι κάποιος μεγάλος παραγωγός φυσικού αερίου αφού ελέγχει μόνο το 1,0% των διεθνών αποθεμάτων και το 8,0% της παγκόσμιας παραγωγής. Έτσι είναι υποχρεωμένη να εισάγει το 60% περίπου των αναγκών της, ένα νούμερο που αναμένεται να αυξηθεί κατά πολύ αφού μόνο από εισαγωγές θα μπορέσει να καλύψει τις υπέρογκες ανάγκες της σε αέριο. Σήμερα υπάρχουν χώρες όπως η Φιλανδία , η Σλοβακία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία που εξαρτώνται 100% από τις εισαγωγές φυσικού αερίου. Άλλες όπως η Αυστρία, η Πολωνία και η χώρα μας των οποίων η εξάρτηση φθάνει το 80% ενώ η Γερμανία εξαρτάται κατά 40% και η Ιταλία και η Γαλλία κατά 30% (το υπόλοιπο το εισάγουν από την Αλγερία, τη Λιβύη, το Κατάρ και την Αίγυπτο σε μορφή LNG).

«Καθώς το φυσικό αέριο αποκτά συνεχώς μεγαλύτερη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές ολοένα και περισσότερα κράτη ενθαρρύνουν την χρήση του στον οικιακό τομέα και στη βιομηχανία. Τόσο οι χώρες στη Μ. Ανατολή αλλά και η Κίνα αυξάνουν διαρκώς την κατανάλωση τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο στις χώρες του Κόλπου η ζήτηση εκτιμάται να εκτοξευθεί στα 200 BCM’s μέχρι το 2020. Τόσο η διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση αερίου στην Ευρώπη, η εξάρτησή μας, ολοένα και μεγαλύτερη, και ο έντονος ανταγωνισμός για την εξασφάλιση επαρκών ποσοτήτων, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κινδυνεύουμε να αντιμετωπίσουμε έλλειμμα στην προμήθεια αερίου στο προσεχές μέλλον και αναπόφευκτα να οδηγηθούμε σε μία νέα ενεργειακή κρίση», παρατηρεί ο κ. Paolo Scaroni, ο CEO της “ENI”, σε πρόσφατη ομιλία του στην 20η Παγκόσμια Συνδιάσκεψη Ενέργειας, οι εργασίες της οποίας ολοκληρώθηκαν χθες στη Ρώμη. «Ένα έλλειμμα αερίου στην Ευρώπη είναι μία εξαιρετικά σοβαρή υπόθεση. Το αέριο σημαίνει φως, θέρμανση, βιομηχανική παραγωγή. Το να μείνουμε από φυσικό αέριο είναι ένας κίνδυνος που απλά δεν μπορούμε, δεν έχουμε το περιθώριο, να διατρέξουμε.»

 Σύμφωνα με τον κ. Scaroni αλλά και άλλους εκπροσώπους της αγοράς φυσικού αερίου υπάρχουν τρεις βασικοί άξονες πάνω στους οποίους οφείλουμε να κινηθούμε ώστε να αποφύγουμε μία επερχόμενη κρίση:

(α) Διαφοροποίηση και αύξηση των πηγών και διαδρομών φυσικού αερίου προς την Ευρώπη. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί τόσο με την κατασκευή νέων αγωγών (βλ. South Stream, Nord Stream, TGI, TAP κλπ) όσο και με την ευρύτερη χρήση LNG (δηλ. απαραίτητη κατασκευή νέων τερμιναλς). Επίσης, θα πρέπει να κατασκευασθούν περισσότεροι διασυνοριακοί αγωγοί δηλ. gas interconectors, ώστε να διευκολυνθεί η μεταφορά αερίου εντός της Ευρώπης και η λειτουργία μιας ανταγωνιστικής αγοράς.

(β) Μείωση του ποσοστού του αερίου στο συνολικό ενεργειακό μίγμα. Αυτό δεν σημαίνει τόσο μείωση σε απόλυτα νούμερα της σημερινής κατανάλωσης αερίου, όσο η αύξηση του ποσοστού συμμετοχής στο ενεργειακό ισοζύγιο από άλλες, εναλλακτικές πηγές, όπως η πυρηνική ενέργεια, οι ΑΠΕ και ο λιθάνθρακας (μέσω της προώθησης καθαρών τεχνολογιών και μηχανισμών κατακράτησης και αποθήκευσης CO2 ).

(γ) Εξοικονόμηση ενέργειας μέσω μιας ουσιαστικής βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης σε όλη την αλυσίδα εφαρμογών τόσο στον οικιακό τομέα και στη βιομηχανία όσο και στις μεταφορές. Εδώ τα περιθώρια για μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης είναι τεράστια και δυστυχώς ελάχιστα πράγματα έχουν γίνει μέχρι σήμερα. Έχει υπολογισθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι μόνο στον οικιακό τομέα μπορούν να εξοικονομηθούν 100 BCM’s κατ’ έτος, που εάν επιτευχθεί τότε θα μπορέσουμε να εξοικονομήσουμε το ⅓ από τις προβλεπόμενες επιπλέον εισαγωγές αερίου στην Ε.Ε. από τώρα μέχρι το 2020.