Με την ραγδαία μείωση της ζήτησης να οφείλεται στην ραγδαία πτώση των μετακινήσεων και των μεταφορών, στην ελαχιστοποίηση της κυκλοφορίας οχημάτων, στο κλείσιμο εκατομμυρίων επιχειρήσεων, στην αναστολή βιομηχανικής παραγωγής, στην ακύρωση χιλιάδων αεροπορικών πτήσεων σε παγκόσμιο επίπεδο και στο καθεστώς κοινωνικής αποστασιοποίησης (social distancing) που έχει επιβληθεί. Όλα αυτά επιδρούν άμεσα στην κατανάλωση ενέργειας σε όλες της τις μορφές και για αυτό παρατηρούμε όχι μόνο μείωση στην κατανάλωση πετρελαίου αλλά και του ηλεκτρισμού και του φυσικού αερίου. Όπως παρατηρούν ενεργειακοί αναλυτές ευρισκόμεθα ενώπιον μιας πρωτοφανούς πτώσης της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης κατά πολύ μεγαλύτερης από αυτή που προήλθε συνέπεια της οικονομικής ύφεσης το 2007/2008 και που είναι εξαιρετικά δύσκολο, λόγω των διαρκώς μεταβαλλόμενων συνθηκών, να ποσοστικοποιήσουμε.
Με δεδομένο ότι πετρέλαιο και φυσικό αέριο αντιστοιχούν σήμερα (στοιχεία 2018) στο 57,5% της παγκόσμιας πρωτογενούς ενεργειακής κατανάλωσης, (εάν μάλιστα ληφθεί υπ´ όψη και ο άνθρακας το ποσοστό φθάνει το 84,5%) η μείωση στην ζήτηση πετρελαίου σε πρώτο πλάνο και δευτερευόντως του φ. αερίου, επιδρά τελείως αρνητικά στην αναμενόμενη( προ της επιδημίας του κορωνοϊού ) αύξηση της παγκόσμιας ετήσιας ενεργειακής κατανάλωσης, η οποία από +2,9% που ήτο το 2018 αναμένεται να μειωθεί κατά μια ποσοστιαία μονάδα το τρέχον έτος τουλάχιστον, ενώ ορισμένου αναλυτές εκτιμούν ότι αυτή μπορεί ακόμα να διαμορφωθεί στο επίπεδο του 1,5% που ήτο ο μέσος όρος την περίοδο 2007-2017 η και χαμηλότερα.
Ενώ στην τελευταία του μηνιαία έκθεση (Μάρτιος 2020) για την αγορά πετρελαίου ο Διεθνής Οργανισμός Πετρελαίου (ΙΕΑ) προέβλεπε μείωση της παγκόσμιας κατανάλωσης μόλις κατά 98,000 βαρ./ημέρα σε ετήσια βάση, λόγω της μεγάλης μείωσης στην Κίνα (-4,2 εκατ. βαρ/ημέρα το Α Τρίμηνο) εκτιμώντας ότι η συνολική παγκόσμια ζήτηση το 2020 θα κυμανθεί μεταξύ 99,26 εκατ. βαρ/ημέρα και 100,48 εκατ. βαρ/ημέρα),οι όποιες προβλέψεις σήμερα ανατρέπονται άρδην. Ως αποτέλεσμα της ταχείας εξάπλωσης του κορωνοϊού και της κατάστασης καραντίνας που εισέρχεται το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη και είναι τελείως άγνωστο πόσο θα κρατήσει. Σύμφωνα με τελευταίες εκτιμήσεις της Goldman Sachs η παγκόσμια ζήτηση αργού θα μειωθεί μεταξύ 8,0 και 9,0 εκατ. βαρ/ημέρα το Α Τρίμηνο με την συνολική προβλεπόμενη πτώση για το 2020 να φθάνει το 1,1 εκατ. βαρ./ημέρα. Άλλοι οργανισμοί πάλι όπως οι IHS Markit και Energy Aspect πιστεύουν ότι οι εκτιμήσεις αυτές ξεπεραστούν πλήρως εν όψει της διαρκώς επιδεινούμενης κατάστασης και του lock down των περισσότερων οικονομιών, έτσι που η συνολική πλανητική ζήτηση μπορεί να μειωθεί κατά -4,0 με -0,5 εκατ. βαρ./ημέρα και να διαμορφωθεί στα 95,0 με 96,0 εκατ. βαρ/ημέρα.
Από την πλευρά της η ανεξάρτητη Νορβηγική εταιρεία ενεργειακών συμβούλων Rystad παρατηρεί ότι ιδιαίτερα βαρύ πλήγμα θα δεχθουν οι οδικές μεταφορές με μείωση κατά 5,0 mb/d για Απρίλιο και Μάιο καθώς και οι αεροπορικές. Εδώ θα παρατηρήσουμε μείωση στην κατανάλωση jet fuel κατά 2,0 mb/d ενώ από τις 190,000 καθημερινές πτήσεις παγκοσμίως αυτές θα μειωθούν κατά 50,000 την ημέρα το 2 Τρίμηνο ενώ σημαντικά μειωμένες θα παραμείνουν μέχρι το τέλος του έτους. Ακόμα, η Rystad εκτιμά ότι μόνο τον Απρίλιο η ζήτηση πετρελαίου θα μειωθεί συνολικά κατά 11,0 mb/d με σημαντική πτώση και κατά τους επόμενους μήνες έτσι που συνολικά σε ετήσιο επίπεδο η μείωση μπορεί να διαμορφωθεί ακόμα μεταξύ -6,0 mb/d και -7,0 mb/d
Υψηλή παραγωγή και υψηλά αποθέματα οδηγούν τις τιμές του αργού σε νέα χαμηλά- Δεν αποκλείεται να φθάσουν τα $10 το βαρέλι !
Σύμφωνα με την ανάλυση της Rystad παράλληλα με την μείωση της ζήτησης παρατηρείται μια λίαν ανησυχητική κατάσταση στην διεθνή αγορά πετρελαίου λόγω των διαρκώς αυξανόμενων αποθεμάτων αργού. Αυτό οφείλεται στην παράλληλη επίδραση της μείωσης της ζήτησης και αύξησης της παραγωγής, με την τελευταία να έχει προκύψει από την κατάρρευση της συμφωνίας του OPEC+ στις 6 Μαρτίου και την απόφαση των δύο μεγάλων παραγωγών, Ρωσίας και Σαουδικής Αραβίας. να παράγουν κατά βούληση πλημμυρίζοντας την διεθνή αγορά με τεράστιες ποσότητες φθηνού πετρελαίου. Έτσι τις τελευταίες εβδομάδες έχουμε μια ανησυχητική άνοδο των παγκόσμιων αποθεμάτων αργού και προϊόντων που έχουν φθάσει πλέον τα 7,2 δισεκ. βαρέλια, που συμπεριλαμβάνουν 1,3 δισεκ. βαρέλια φορτωμένα σε τάνκερς, και που αντιστοιχούν στο 76% των ανά την υφήλιο αποθηκευτικών χώρων.
Βασισμένη σε δικά της επικαιροποιημένα στοιχεία για την κατάσταση στην παγκόσμια πετρελαϊκή αγορά, η Rystad παρατηρεί ότι υπάρχει σήμερα ανισότητα μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης της τάξης των 10mb/d που κατά τους επόμενους μήνες θα οδηγήσει στην δημιουργία ιδιαίτερα υψηλών αποθεμάτων ( implied stock build) στα 6,0 mb/d. Με άλλα λόγια ευρισκόμεθα ενώπιον μιας πραγματικά τεράστιας πλημμύρας αργού στις διεθνείς αγορές που θα γίνει ιδιαίτερα αισθητή το Β Τρίμηνο, και που όμοια της δεν έχει υπάρξει στο παρελθόν, δημιουργώντας αναπόφευκτα σοβαρά προβλήματα στη εξεύρεση αποθηκευτικών χώρων οι οποίου και θα γεμίσουν αρκετά πριν το τέλος του έτους.
Τα δε 800 τάνκερς VLCC που διαθέτει σήμερα η παγκόσμιος ναυτιλία, πολλά από αυτά ελληνικής πλοιοκτησίας, δεν πρόκειται να προσφέρουν λύση αφού τα περισσότερα από αυτά είτε είναι ναυλωμένα (long charters) ή έχουν μισθωθεί από την Σαουδική Αραβία.
Από την μια πλευρά η ανεξέλεγκτη παραγωγή αργού από Ρωσία και OPEC και από την άλλη η δημιουργία υψηλών αποθεμάτων, κυρίως λόγω ραγδαίας μείωσης της ζήτησης, δημιουργούν συνθήκες που συμπιέζουν τις τιμές αργού και προϊόντων προς τα κάτω αφού παρατηρείται υπερπροσφορά. Ήδη πολλοί αναλυτές κάνουν λόγο για συνεχιζόμενη πτώση των τιμών με ορισμένους να προεξοφλούν ακόμα Brent και WTI να οδεύουν ταχέως προς το επίπεδο των $12-$15 το βαρέλι γυρίζοντας μας πίσω στην δεκαετία του 1990. Με την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη να έχει εισέλθει για καλά σε ένα καθοδικό σπιράλ, με ορισμένους οικονομολόγους να εκτιμούν ότι αυτή θα συρρικνωθεί σε ιστορικά χαμηλά και θα κινηθεί κάτω από το μηδέν κατά το τρέχον έτος, η προοπτική για ανάκαμψη των τιμών του αργού, ακόμα και εάν επέλθει αύριο κιόλας κάποιου είδους συμφωνία μεταξύ Ρωσίας και OPEC για συγκράτηση της παραγωγής, δεν είναι καλή με τις τιμές να εξακολουθούν να κινούνται σε χαμηλά επίπεδα για πολλούς μήνες ακόμα.