Προς το παρόν η όλη συζήτηση στο ενεργειακό στερέωμα επικεντρώνεται στις επιπτώσεις της πανδημίας του κορονωϊού στη ζήτηση και τις μεγάλες ή μικρές επιπτώσεις που έχει η μείωση της στην λειτουργία της αγοράς και στην οικονομική κατάσταση των ίδιων εταιρειών.  Όπως έχουμε ήδη εξηγήσει μέσω εκτενούς αρθρογραφίας στο πόρταλ ο κλάδος του πετρελαίου  έχει πληγεί ιδιαίτερα αφού η υπερπροσφορά και οι υπερπλήρεις δεξαμενές οδήγησαν στην κατάρρευση των διεθνών τιμών, από τα $ 65 το βαρέλι στις αρχές του έτους στα $ 28 σήμερα για το Brent ( στα $ 18 για το Αμερικανικό WTI και στα $ 10 για το Καναδικό αργό). Η λεπτή σχέση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης έχει διαρραγεί με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΙΕΑ) να προβλέπει ότι τον Απρίλιο το πλεόνασμα σε παγκόσμια βάση θα διαμορφωθεί στα 29,0 εκατ. βαρέλια την ημέρα, ενώ βάσει προβολής σε ετήσια βάση αυτό θα φθάσει στα 9,3 εκατ. βαρέλια για όλο το 2020.

Αυτά τα νούμερα δείχνουν πολύ σοβαρές αποκλίσεις σε μια παγκόσμιο αγορά της τάξης των 100 εκατ. βαρ/ημέρα. Οι δε οικονομικές  επιπτώσεις για τις πετρελαϊκές επιχειρήσεις , από τους μεγάλους καθετοποιημένου ομίλους μέχρι τα πρατήρια, είναι οδυνηρές και έχουν οδηγήσει στο πάγωμα των επενδύσεων και στην εσωστρέφεια.

Για τους κλάδους του ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου οι επιπτώσεις από την κρίση του κορωνοϊού και την απότομη μείωση της ζήτησης είναι σαφώς λιγότερο επιβλαβείς αφού αυτή κυμαίνεται σε ένα εύρος 5-10 %. Πλέον σοβαρά είναι τα προβλήματα ρευστότητας που έχουν δημιουργηθεί σε πολλούς παρόχους λόγω της αντικειμενικής δυσκολίας μεγάλου τμήματος των καταναλωτών  να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους αφού πολλοί από αυτούς έχουν αίφνης βρεθεί άνεργοι ή με μειωμένο εργασιακό αντικείμενο. Εδώ υπάρχουν επιπτώσεις στα επενδυτικά πλάνα των εταιρειών και την αναθεώρηση του ακολουθούμενου επιχειρηματικού μοντέλου.

Ολόκληρο το άρθρο στη στήλη Σχόλιο εδώ