Σε τεντωμένο σκοινί βαδίζει ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η οικονομία που ήταν ανέκαθεν το μεγάλο του όπλο τείνει να μετατραπεί στην Αχίλλειο πτέρνα του, απειλώντας ευθέως την πολιτική του επιβίωση. Και παρά τις προσπάθειές του να φιμώσει κάθε επικριτική άποψη, να προβάλει την εικόνα της Τουρκίας ως success story στη μάχη κατά του κορωνοϊού ή να στρέψει την προσοχή σε Συρία και Λιβύη, είναι γεγονός ότι κανένας αυταρχικός ηγέτης -όση δύναμη κι αν είχε- δεν επιβίωσε της κοινωνικής ανέχειας και της καλπάζουσας ανεργίας. 

Αυτό ακριβώς επιδιώκει να εκμεταλλευτεί και ένας από τους μεγαλύτερους αντιπάλους του, ο πρώην τσάρος της τουρκικής οικονομίας Αλί Μπαμπατζάν, ο οποίος ίδρυσε στις 11 Μαρτίου το κόμμα της Δημοκρατίας και της Προόδου (Deva).

Ο πρώην στενός συνεργάτης του Σουλτάνου μπορεί να αποτελέσει μια σοβαρή ενναλακτική λύση για τους ψηφοφόρους του ΑΚΡ, που  ναι μεν δεν θα ψήφιζαν ποτέ το αντίπαλο Ρεπουμπλικανικό κόμμα αλλά δεν θα έλεγαν «όχι» σε έναν υποψήφιο που προέρχεται από το ισλαμοσυντηρητικό κόμμα του Ερντογάν. Υπενθυμίζεται ότι ο Μπαμπατζάν αποχώρησε από  το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης τον περασμένο Ιούλιο, καταγγέλλοντας παράνομες πρακτικές αλλά και διαφωνίες με την κυβέρνηση σε θέματα κράτους δικαίου, δημοκρατίας αλλά και οικονομικών πολιτικών.

Εκμεταλλευόμενος λοιπόν την δυσμενέστατη αυτή συγκυρία, με τα αρνητικά μηνύματα για την τουρκική οικονομία να διαδέχονται το ένα το άλλο, ο Μπαμπατζάν προχώρησε σε κάποιες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις. Όπως ανέφερε ο ίδιος στο Bloomberg  «μπορεί να υπάρχουν δύο τύποι σφαλμάτων στις φορολογικές και νομισματικές παρεμβάσεις: να κάνουμε πολύ λίγα ή πάρα πολλά». «Αλλά διανύουμε μια περίοδο που ο δεύτερος τύπος  σφάλματος είναι καλύτερος. Δεν είναι πολύ δύσκολο να βάλεις φρένο μετά αν γίνουν πάρα πολλά. Αλλά αν η απάντηση δεν είναι μεγάλη και έγκαιρη, το κόστος θα είναι τεράστιο», τόνισε ο ίδιος με νόημα.

Σύμφωνα με τον Μπαμπατζάν, «η ανακοίνωση του σωστού πακέτου για τον μετριασμό των οικονομικών επιπτώσεων είναι μόνο η μισή δουλειά. Η Τουρκία χρειάζεται επίσης έναν μεσοπρόθεσμο χάρτη πορείας προκειμένου να επιστρέψουν τα δημόσια οικονομικά στα φυσιολογικά επίπεδα στην μετά Covid-19 εποχή». Όσο για το σενάριο προσφυγής της χώρας στο ΔΝΤ, ο ίδιος θεωρεί ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν θα είναι αρκετό για την κάλυψη των αναγκών χρηματοδότησης της Τουρκίας από το εξωτερικό, ακόμη και αν η κυβέρνηση ζητούσε βοήθεια, καθιστώντας απαραίτητη τη συμφωνία ανταλλαγής νομισμάτων με άλλες κεντρικές τράπεζες. Ωστόσο, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, που γίνεται ολοένα και πιο επιθετική, καθιστά μια τέτοια ρύθμιση πιο δύσκολη, όπως ο ίδιος αναγνωρίζει.

Την ίδια ώρα οι τελευταίες δημοσκοπήσεις μόνο καθησυχαστικές δεν είναι για τον Τούρκο Πρόεδρο.  Έρευνα της τουρκικής εταιρείας δημοσκοπήσεων AREA, που πραγματοποιήθηκε τον μήνα Απρίλιο, εμφανίζει μειωμένη την δημοτικότητα του κυβερνώντος κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) με 35,8%. Ακόμη όμως πιο ανησυχητικό για τον Ερντογάν είναι το ποσοστό του ακροδεξιού κυβερνητικού του εταίρου (ΜΗΡ), που μετά βίας καταλαμβάνει 9,6% και ουσιαστικά μένει εκτός Βουλής.  Το εκλογικό όριο είναι 10%. Επιπλέον, οι Τούρκοι πολίτες εμφανίζονται εξαιρετικά ανήσυχοι για την πορεία της οικονομίας. Στην ερώτηση ποιο είναι πιο σημαντικό πρόβλημα της Τουρκίας, το 32,9% απάντησε ο κορωνοϊός, το 26,8% η οικονομία / κόστος διαβίωσης / φτώχεια και το 9,7% η ανεργία. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν την δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται ο Τούρκος Πρόεδρος. Ήδη κάποιοι μιλούν για την αρχή του τέλους του και οι επόμενοι μήνες φαίνεται ότι θα είναι οι πιο κρίσιμοι της 17χρονης πολιτικής του σταδιοδρομίας