Για να μη μιλήσουμε για τις χιλιάδες χαμένες εργατοώρες σε άχρηστα επαγγελματικά ταξίδια, για τον πακτωλό εκατομμυρίων που σκορπίζονται σε πτήσεις και σε πανάκριβα ξενοδοχεία όπου ο επαγγελματίας συναντά άλλους επαγγελματίες για να κάνουν σε τρεις μέρες αυτό που κάνουν σήμερα σε μία ώρα μέσα από πλατφόρμες όπως το zoom. Για να μη μιλήσουμε για τη βλάβη στο περιβάλλον από την ακατάπαυστη εναέρια και επίγεια κυκλοφορία ή για την εξόντωση του ανοσοποιητικού μας συστήματος από τις διαδοχικές πτήσεις, τα ταξίδια στην άλλη άκρη της γης και από κάθε είδους «υποχρεώσεις» που μας απομακρύνουν από τους δικούς μας ανθρώπους, από τον ίδιο μας τον εαυτό «επειδή έτσι είναι».
Να επιστρέψουμε στο εθνικό σπριντ για το ένα ρεκόρ μετά το άλλο στον τουρισμό αδιαφορώντας για τις συνέπειες στις τοπικές κοινωνίες και στον φυσικό πλούτο της χώρας; Να επιστρέψουμε στις συνοικίες-υπνωτήρια επειδή αυτό έτυχε να είναι σήμερα το trend μιας αχαλίνωτης τουριστικής αγοράς; Να επιστρέψουμε στη λαίλαπα των ατελείωτων καφέ, μπαρ, εστιατορίων, σουβλατζίδικων που ξεφυτρώνουν σε κάθε πιθανό και απίθανο σημείο των ελληνικών πόλεων, επειδή είναι οι βασικοί υποδοχείς της μαζικής παράνοιας για όλο και περισσότερη (και πιο εξουθενωτική) κοινωνικότητα;
Αν είχε κάποια αξία η εμπειρία της καραντίνας ήταν ακριβώς επειδή επιτρέψαμε στους εαυτούς μας αυτές τις φευγαλέες ματιές σε μια διαφορετική εκδοχή της ζωής μας. Αν είναι να επιστρέψουμε ακριβώς εκεί όπου ήμασταν πριν από δύο μήνες, ας προετοιμαστούμε για ένα μαζικό κύμα νοσταλγίας μιας μάλλον απάνθρωπης συνθήκης που ωστόσο αποκάλυψε πόσο πολύ είχαμε παραμελήσει τις πιο ανθρώπινες πλευρές μας.
*(Από την Καθημερινή)