Όπως υποστήριξε η Ευρωπαία Επίτροπος, ο εξηλεκτρισμός, τα ανανεώσιμα αέρια, η ψηφιοποίηση και η αποθήκευση ενέργειας, θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην ενσωμάτωση του ενεργειακού συστήματος. «Εξηλεκτρίζοντας τους τομείς της οικονομίας που βασίζονται σήμερα στα ορυκτά καύσιμα, η Ευρώπη θα είναι σε θέση να αυξήσει τη χρήση των ΑΠΕ», είπε χαρακτηριστικά.
Η κα Σίμσον δεν παρέλειψε να κάνει αναφορά και στην ευρύτερη εικόνα που εμφανίζει αυτή την περίοδο ο ενεργειακός τομέας, στην Ευρώπη, αλλά και παγκοσμίως, εστιάζοντας στις αναταράξεις που επικράτησαν στις αγορές εξαιτίας της κατάρρευσης των τιμών του πετρελαίου και στις ραγδαίες επιπτώσεις στην ζήρηση και την προσφορά. «Η μειωμένη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας και οι χαμηλές τιμές του αργού επηρεάζουν, επίσης, τους ισολογισμούς πολλών επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας και ενέργειας. Μεγάλη ανησυχία υπάρχει, ακόμη, για την εικόνα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, με έμφαση στην αιολική και την ηλιακή. Η κρίση κατέδειξε την ευπάθεια των αλυσίδων εφοδιασμού μας, τα μειωμένα επίπεδα επενδύσεων, τη συρρίκνωση των αγορών, προκάλεσε καθυστερήσεις στην εκτέλεση έργων στις αναδυόμενες αγορές και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ανέστειλε την παραγωγή στην Ευρώπη. Πρέπει να έχουμε ως προτεραιότητα το να ανταποκριθούμε σε αυτή την πρόκληση και να διατηρήσουμε την παγκόσμια ηγεμονία της Ευρώπης στις καθαρές τεχνολογίες», είπε χαρακτηριστικά η κα. Σίμσον.
Όπως υποστηρίζει η Ευρωπαία Επίτροπος, η κρίση φωτογράφισε μια πτυχή του μέλλοντος, όταν σε πολλές χώρες η διείσδυση των ΑΠΕ θα έχει αυξηθεί σημαντικά και αυτό θα καθίσταται ολοένα και πιο συχνό φαινόμενο. «Πρέπει να μετατρέψουμε την κρίση σε ευκαιρία προκειμένου να επιταχύνουμε την πρόοδο για την ευόδωση του κοινού στόχου μας για την ουδετερότητα του κλίματος», ανέφερε η ίδια.
Στα τέλη Απριλίου, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ανέθεσε στην Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να υποβάλει ένα διεξοδικό σχέδιο ανάκαμψης, που θα συνδέεται με την υποβολή μιας αναθεωρημένης πρότασης για το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο.
Στο επίκεντρο αυτού του σχεδίου θα βρίσκεται η «Πράσινη» Συμφωνία, με την ενέργεια να διαδραματίζει καίριο ρόλο. «Διαβλέπω τρεις πιθανούς τομείς στους οποίους θα εστιάσουμε. Στην τόνωση του προγράμματος ανακαίνισης κτιρίων, στην επιτάχυνση του ρυθμού διείσδυσης των ΑΠΕ και στην αύξηση των επενδύσεων σε καινοτόμες τεχνολογίες καθαρής ενέργειας. Μια μεγάλης κλίμακας ώθηση του προγράμματος ανακαίνισης κτιρίων θα αποφέρει ένα ευρύ φάσμα κερδών: υποστήριξη της οικονομίας, δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, παροχή υγιέστερων και αποδοτικότερων κατοικιών, μείωση των λογαριασμών ενέργειας και συμβολή στους στόχους μας για το κλίμα. Θεωρώ ότι στην πρώτη γραμμή αυτού του επενδυτικού αυτού προγράμματος θα τεθούν οι κατοικίες, τα νοσοκομεία, τα σχολεία και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις», είπε η κα Σίμσον.
Η Ευρωπαία Επίτροπος στάθηκε ιδιαίτερα στην ανάγκη να υπάρξει περισσότερη ανανεώσιμη ενέργεια, ισχυριζόμενη ότι αυτό θα υποστηρίξει αποτελεσματικά τις ευρωπαϊκές αλυσίδες εφοδιασμού με ΑΠΕ, θα προωθήσει τα μεγάλα έργα υποδομής που θα τονώσουν την οικονομική δραστηριότητα, ενώ ταυτόχρονα θα καταστήσουν πιο πράσινο το ενεργειακό σύστημα. «Για να το συμβεί αυτό, χρειάζεται να εφαρμόσουμε μια στρατηγική για την ολοκλήρωση του ενεργειακού συστήματος. Θα επικεντρωθεί στον τρόπο ενίσχυσης του ρόλου της ανανεώσιμης ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω της εξηλέκτρισης του συστήματος, και στον τρόπο χρήσης των πράσινων αερίων για τους τομείς που είναι δύσκολο να απανθρακοποιηθούν. Αργότερα, αυτό το έτος, θα παρουσιάσω, επίσης, μια νέα στρατηγική προσέγγιση για τις υπεράκτιες ΑΠΕ, για να βεβαιωθούμε ότι εκμταλλευόμαστε όλες τις πτυχές αυτού του στρατηγικού τομέα», τόνισε η ίδια.
Η κα Σίμσον εστίασε, ακόμη, στην αναγκαιότητα αναβάθμισης των ενεργειακων υποδομών της Ε.Ε., αλλά και στην επικέντρωση του ενδιαφέροντος σε καινοτόμες, καθαρές τεχνολογίες, όπως μπαταρίες και ηλεκτρολύτες για την παραγωγή υδρογόνου. «Η Ευρώπη θα εδραιώσει ακόμη περισσότερο τη θέση της στην παγκόσμια ηγεμονία των ΑΠΕ, εάν το πράσινο υδρογόνο γίνει ανταγωνιστικό και αναπτυχθεί την επόμενη δεκαετία», κατέληξε.