Στα νησιωτικά συστήματα η ζήτηση καλύφθηκε από ΑΠΕ (17%) και πετρέλαιο που αντιστοιχεί στο 8% στο σύνολο της χώρας. Αυτή η υψηλή εξάρτηση από εισαγόμενες πηγές ηλεκτρισμού είναι πολύ ανησυχητική και υποδηλώνει έλλειψη ανταγωνιστικότητας, αφού η Ελλάς έχει την ακριβότερη ηλεκτρική ενέργεια της αγοράς στην ΕΕ, αλλά και τις ακριβότερες ΑΠΕ. Η Βιομηχανία έχει θέσει επανειλημμένα το πρόβλημα του υψηλού ενεργειακού κόστους, όπως και άλλοι παραγωγικοί φορείς, αφού η ηλεκτρική ενέργεια συμμετέχει με το κόστος της επηρεάζοντας αρνητικά την ανταγωνιστικότητα.
Στο σχέδιο (ΕΣΕΚ) προς τον μετασχηματισμό αναφέρεται στόχος >61% διείσδυσης των ΑΠΕ στον ηλεκτρισμό το 2030, χωρίς αναφορά στο ενεργειακό κόστος. Η νέα παραγωγή των ΑΠΕ (κυρίως αιολικά και φωτοβολταϊκά) εντός της δεκαετίας θα καλύψει πάνω από το 1/3 της σημερινής ζήτησης και την αναμενόμενη αύξηση. Αναφέρεται λεπτομερώς στην δραστική μείωση των εκπομπών, αλλά πουθενά σε μείωση κόστους ηλεκτρικής ενέργειας στον καταναλωτή, ούτε σε στόχο για ανταγωνιστικό ηλεκτρισμό. Όλα δείχνουν ότι κανένας αρμόδιος δεν ακούει το καμπανάκι που κτυπάει επίμονα τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα να μεγαλώνουν οι αποκλίσεις ενεργειακού κόστους και ανταγωνιστικότητας. Γίνονται βιαστικές μελέτες για τους στόχους του σχεδίου και αγνοούνται οι συνέπειες και βεβαίως λείπουν οι εμπεριστατωμένες μελέτες που θα οδηγήσουν σε καθαρό και ανταγωνιστικό ηλεκτρισμό με προσιτές τιμές.
Οι μεγάλες αιολικές και φωτοβολταϊκές μονάδες επιτυγχάνουν το χαμηλότερο κόστος παραγωγής στην διεθνή αγορά με προοπτικές περαιτέρω μείωσης, έναντι των μονάδων ορυκτών καυσίμων που υποκαθιστούν, ακόμη και σε συνδυασμό με μπαταρίες λιθίου. Μέχρι το 2030 με την υποκατάσταση πάνω από το 1/3 της ζήτησης από τις φθηνές ΑΠΕ αντί των μονάδων ορυκτών καυσίμων, πρέπει να αναμένεται μείωση τιμών και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, κάτι που πρέπει να αποτελέσει κύριο στόχο. Ένα σημαντικό πλεονέκτημα των ΑΠΕ είναι το πολύ χαμηλό κόστος λειτουργίας και συντήρησης σε σχέση με εκείνο των ορυκτών καυσίμων, ενώ κυρίως το κόστος επένδυσης διαμορφώνει το κόστος παραγωγής.
Εκτός από τις νέες μονάδες ΑΠΕ και αργότερα με αποθήκευση, θα χρειασθούν μεγάλες επενδύσεις στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής για εφαρμογές νέων τεχνολογιών και για επέκταση δικτύων και υποσταθμών, που θα επιβαρύνουν τους καταναλωτές. Επομένως, είναι αναγκαίος ο στόχος μείωσης του κόστους παραγωγής των ΑΠΕ, όπως βέβαια και η βελτίωση της παραγωγικότητας των διαχειριστών δικτύων με νέες τεχνολογίες και κατάλληλο εξειδικευμένο προσωπικό για προσιτές τιμές στους καταναλωτές. Σχετικές μελέτες σε χώρες εκατέρωθεν του Ατλαντικού δείχνουν ότι με μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ οι τιμές παραμένουν ίδιες και σε κάποιες περιπτώσεις κατά τι χαμηλότερες, οπότε η Ελλάδα θα πρέπει να στοχεύει προς τον μέσο όρο της ΕΕ.
Οι τεχνολογίες των ΑΠΕ με τις εξελίξεις είναι γνωστές και προσιτές σε όλους, αλλά υπάρχει διαφορά στο πώς εφαρμόζονται σε κάθε χώρα με τα αντίστοιχα οφέλη. Στην Ελλάδα το θεσμικό πλαίσιο αγνοώντας την ανταγωνιστικότητα και μακράν της καλύτερης διεθνούς πρακτικής, είχε δυσμενείς επιπτώσεις στις επενδύσεις, στην οικονομία και στους καταναλωτές.
Είναι ανάγκη πλέον για τους στόχους το 2030 να αφήσουμε πίσω το “business as usual” και να γίνει έρευνα και μελέτη για πιο αποδοτικές επενδύσεις στις ΑΠΕ, με χαμηλό κόστος παραγωγής μέσα σε ένα ελκυστικό επενδυτικό περιβάλλον, λαμβάνοντας υπόψη τα καλά παραδείγματα σε ΕΕ και ΗΠΑ. Σαν παράδειγμα, μια πολιτική πρωτοβουλία χωροθέτησης μεγάλων μονάδων ΑΠΕ σε συγκεκριμένες θέσεις με ασήμαντο κόστος γης θα προσφέρει στην αγορά έτοιμα προς υλοποίηση έργα, προσελκύοντας και το διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον και με το χαμηλότερο κόστος. Έρευνα και μελέτη χρειάζεται ακόμη και για το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας στους καταναλωτές και στην βιομηχανία για την λήψη των αναγκαίων μέτρων.
Ο ρόλος της ΡΑΕ είναι ουσιαστικός και απαιτούνται πρωτοβουλίες προς αυτήν την κατεύθυνση, ενώ οι πολιτικές αποφάσεις πρέπει να βασίζονται σε εμπεριστατωμένες μελέτες και έρευνες με τη γνώμη των ειδικών και όχι να αποτελούν προέκταση του προβληματικού παρελθόντος.
Η νέα δεκαετία προς τον μετασχηματισμό χρειάζεται απαραιτήτως πολιτικές πρωτοβουλίες με στόχο την μείωση του ενεργειακού κόστους, με θεσμικά μέτρα και με νέες τεχνολογίες. Χρειάζεται η αξιοποίηση των δυνάμεων της αγοράς, με απλές διαδικασίες και διαφάνεια και με την συνεργασία της επιστημονικής και επενδυτικής κοινότητας, κατά το επιτυχές παράδειγμα άλλων χωρών.
Η διαδρομή μετασχηματισμού για το 2030 και 2050 στον ηλεκτρισμό πρέπει να γίνει με σύνεση και στόχους μείωσης του ενεργειακού κόστους με οφέλη στην οικονομία, την κοινωνία και το περιβάλλον και για αυτό χρειάζονται πρώτα μελέτες και έρευνα με την γνώμη των ειδικών για να ακολουθήσουν οι δέουσες αποφάσεις.