Γεννημένος στις 30 Δεκεμβρίου του 1931 στην Ουαλλία, σε ηλικία μόλις 16 ετών ο Χάφτον κέρδισε υποτροφία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης για να σπουδάσει μαθηματικά και φυσική. Πήρε πτυχίο το 1951, διδακτορικό το 1955 και έγινε καθηγητής ατμοσφαιρικής φυσικής στην Οξφόρδη. Το 1972, εξελέγη μέλος της Royal Society, της αρχαιότερης επιστημονικής κοινότητας στον κόσμο, κέρδισε το Χρυσό Μετάλλιο της Βασιλικής Αστρονομικής Εταιρείας το 1995 και τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Ιαπωνίας το 2006.
Το έργο του σχετικά με την έρευνα για το κλίμα είχε ήδη ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1960 όταν το επίκεντρο, εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου, ήταν η μελέτη πιθανών συνεπειών στην ατμόσφαιρα εξαιτίας των πυρηνικών εξοπλισμών.
Ο Χάφτον ήταν επικεφαλής συντάκτης των τριών πρώτων αξιολογήσεων για την επιστήμη της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής της Intergovernmental Panel on Climate Change (IPCC) για την οποία του απονεμήθηκε το βραβείο Νομπέλ Ειρήνης το 2007 μαζί με τον ακτιβιστή του κλίματος και πρώην αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Αλ Γκορ. Επίσης, ήταν γενικός διευθυντής και διευθύνων σύμβουλος του Μετεωρολογικού Γραφείου του Ηνωμένου Βασιλείου από το 1983 έως το 1991 και ίδρυσε το Hadley Center for Climate Science and Services, το οποίο είναι πλέον ένας από τους σημαντικότερους ερευνητικούς οργανισμούς στον κόσμο για την επιστήμη του κλίματος.
Η πρώτη έκθεση του IPCC, που δημοσιεύθηκε το 1990, οδήγησε στη σύγκληση Διάσκεψης Κορυφής του Ρίο δύο χρόνια μετά. Αποτελεί ορόσημο, καθώς σχεδόν όλα τα έθνη δεσμεύτηκαν στη Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για τις Κλιματικές Μεταβολές (United Nations Framework Convention on Climate Change), μια φιλόδοξη συνθήκη που απαιτεί από τις χώρες να αποτρέψουν «επικίνδυνες παρεμβολές» στο παγκόσμιο κλίμα.
Εκτοτε, κάθε διαπραγμάτευση για το κλίμα στο Ηνωμένο Βασίλειο πραγματοποιείται υπό την αιγίδα της UNFCCC. Η δεύτερη έκθεση του IPCC, που δημοσιεύθηκε το 1995, ενημέρωσε τους διαπραγματευτές για το Πρωτόκολλο του Κιότο, μια συμφωνία που ανάγκασε τις ανεπτυγμένες χώρες να δεσμευθούν για συγκεκριμένα όρια στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, ενώ οι αναπτυσσόμενες χώρες έλαβαν άλλα μέτρα. Η τρίτη έκθεση του IPCC, που δημοσιεύθηκε το 2001, αποδίδει για πρώτη φορά «το μεγαλύτερο μέρος της παρατηρούμενης υπερθέρμανσης τα τελευταία 50 χρόνια» στην ανθρώπινη συγκέντρωση αερίων θερμοκηπίου στον αέρα, ενώ τεκμηριώθηκαν και η άνοδος της επιφάνειας των θαλασσών, η τήξη των παγετώνων και άλλα σημάδια ενός πλανήτη που υπερθερμαίνεται.
Ο Χάφτον ήταν πιστός ευαγγελιστής. Εκτιμούσε ότι «ο σοβαρός και επικείμενος κίνδυνος» της κλιματικής κρίσης θα επηρεάσει δεκάδες εκατομμύρια ευάλωτων ανθρώπων στις αναπτυσσόμενες χώρες, δηλώνοντας πως «ως χριστιανός αισθάνομαι ότι έχουμε την ευθύνη να αγαπάμε τους γείτονές μας και αυτό δεν σημαίνει μόνο τους γείτονές μας δίπλα. Σημαίνει τους φτωχότερους γείτονές μας στα φτωχότερα μέρη του κόσμου».
Το 1997 βοήθησε στη δημιουργία της πρωτοβουλίας «John Ray», εκπαιδευτικής φιλανθρωπίας που επικεντρώθηκε στη διασταύρωση της επιστήμης, του περιβάλλοντος και του Χριστιανισμού. «Νομίζω ότι είναι πολύ συναρπαστικό να συνδυάζεις την επιστημονική γνώση με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις», είχε πει στο Western Mail το 2007. Οπως εξήγησε, «το σπουδαιότερο που μπορεί να συμβεί ποτέ σε οποιονδήποτε, είναι να έχει μια σχέση με αυτόν που έχει δημιουργήσει το σύμπαν».
Ο Μπομπ Γουάτσον, πρώην πρόεδρος του IPCC και επικεφαλής σύμβουλος περιβαλλοντικής επιστήμης του Βρετανού πρωθυπουργού, είπε για εκείνον ότι ανήκε σε μια σπάνια φυλή επιστημόνων που είχε «απίστευτη αξιοπιστία στην επιστημονική κοινότητα και στην κοινότητα της πολιτικής» και αυτή του η προσέγγιση στην θρησκευτική κοινότητα τον έκανε ιδιαιτέρως ασυνήθιστο.
Ο Τζον Χάφτον είχε προειδοποιήσει για τα δεινά της ανθρώπινης αυθαιρεσίας από τον προηγούμενο αιώνα, χωρίς όμως ουσιαστικό αντίκρισμα. Το 2003 έγραψε ότι η κλιματική αλλαγή αποτελούσε «όπλο μαζικής καταστροφής. (…) Το κλίμα αλλάζει γρηγορότερα από ό,τι έχει αλλάξει εδώ και ίσως 10.000 χρόνια. Η προσαρμογή σε αυτήν την αλλαγή θα είναι δύσκολη για το ανθρώπινο είδος. Η στάθμη της θάλασσας αυξάνεται και μέσα σε αυτό τον αιώνα θα δούμε να εκτοπίζονται 10 εκατομμύρια άνθρωποι στο Μπανγκλαντές και άλλα 25 εκατομμύρια στη νότια Κίνα. Πού θα πάνε αυτοί οι άνθρωποι;», επεσήμαινε ο Βρετανός φυσικός.
Ο Τζον Χάφτον πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του δίπλα στη θάλασσα της Ουαλλίας που τόσο αγαπούσε. Μπορεί να είχε χάσει πολλές αναμνήσεις και ικανότητες εξαιτίας της άνοιας αλλά είχε συντροφιά τη θάλασσα, τη φύση.
Η πανδημία του κορωνοϊού (COVID-19), που έχει στοιχίσει μέχρι σήμερα τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους παγκοσμίως, θα μπορούσε και να ερμηνευθεί ως «εκδίκηση» της φύσης απέναντι στην απληστία του ανθρώπου. Ο κορωνοϊός, αλλά και η μεγάλη πλειονότητα των πανδημιών και των επιδημιών του τελευταίου αιώνα, φαίνεται ότι προέρχονται από τη βρώση άγριων ζώων, την κτηνώδη κτηνοτροφία και την καταπάτηση του φυσικού περιβάλλοντος των ζώων από τον άνθρωπο. Ηδη από πέρυσι, το περιοδικό The Scientist προειδοποιούσε: «Καθώς τα τροπικά δάση αποψιλώνονται με ανησυχητικό ρυθμό σε παγκόσμια κλίμακα, οι επιστήμονες φοβούνται ολοένα και περισσότερο ότι οι πανδημίες του μέλλοντος μπορεί να προέλθουν από την ανθρώπινη δραστηριότητα που καταστρέφει τα δάση». Σύμφωνα με αρκετές έρευνες, υπάρχει ισχυρή συσχέτιση ανάμεσα στην αποψίλωση των δασών και στην έκρηξη ιογενών νόσων σε γειτονικές περιοχές. Αυτό που δείχνουν οι μελέτες που εκπονούνται αλλά και τα στοιχεία έως σήμερα είναι ότι ο νέος ιός, που μονοπωλεί την επικαιρότητα σε όλο τον κόσμο, αποτελεί τον κρίκο μιας αλυσίδας που αν οι κυβερνήσεις δεν λάβουν δραστικά μέτρα θα έχει συνέχεια.
Ο Τζον Χάφτον, ο πρώτος άνθρωπος που μίλησε για την κλιματική αλλαγή ίσως να έγινε λοιπόν θύμα μιας νόσου που φαίνεται να αποτελεί προϊόν της.
* Η κ. Σταματίνα Σταματάκου είναι δημοσιογράφος και ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των ζώων.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")