Στις αρχές του περασμένου Φεβρουαρίου, πριν ξεσπάσει για τα καλά η κρίση της πανδημίας του νέου κορονοϊού, ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κωστής Χατζηδάκης, δήλωνε σε ειδική εκδήλωση που διοργάνωσε η Περιφέρεια Δυτ. Μακεδονίας, πως η απολιγνιτοποίηση αποτελεί ένα εγχείρημα εκ των ων ουκ άνευ για δύο βασικούς λόγους:

για την προστασία του περιβάλλοντος και στο πλαίσιο της «πράσινης» ατζέντας της κυβέρνησης, αλλά και για αμιγώς οικονομικούς, υπό την έννοια, όπως εξήγησε, ότι ο λιγνίτης μετατράπηκε από διαμάντι της ΔΕΗ, σε βαρίδι.

Το πανευρωπαϊκό σχέδιο για την μετάβαση της ηπείρου σε μια πιο φιλική προς το περιβάλλον οικονομία, βρήκε τη χώρα απροετοίμαστη, με την ΔΕΗ να ζημιώνεται τεράστια ποσά από τις αυξημένες τιμές στα δικαιώματα εκπομπών CO2.

Για τη νέα κυβέρνηση δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Έπρεπε να λάβει δραστικά μέτρα για τη διατήρηση της ευστάθειας του ηλεκτρικού συστήματος και την προάσπιση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας, στο νέο «πράσινο» τοπίο που ανατέλλει. Το κόστος για την ζημιογόνο Δημόσια Επιχείρηση δεν μπορούσε να παραγνωριστεί και μάλιστα, σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία η λιγνιτική παραγωγή των μονάδων της μειώθηκε από τις 30.000 γιγαβατώρες σε 10.000 γιγαβατώρες την τελευταία δεκαετία.

Κι ενώ η απολιγνιτοποίηση θεωρείται αναπότρεπτη εξέλιξη, παρά τις φωνές που εξακολουθούν να ακούγονται για τους κινδύνους που εγκυμονεί για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας, η πράσινη σπουδή της κυβέρνησης, έρχεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένα μήνα αρχότερα, στις αρχές Μαρτίου, με ένα εν δυνάμει επενδυτικό οδηγό να αποσαφηνήσει ορισμένες σκιές στην πορεία μετάβασης των λιγνιτικών περιοχών στην επόμενη μέρα, μετά το κλείσιμο των σταθμών της ΔΕΗ.

Η Επιτροπή αναφέρεται στο κείμενο, στις «κοινωνικό-οικονομικές προκλήσεις» που μέλλει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα εξαιτίας της διακοπής λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων της, προκειμένου να εφαρμόσει τις πολιτικές της Ε.Ε. για μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία έως το 2050.

(πηγή:ec.europa.eu)

Ως γνωστόν, η Κομισιόν έχει δεσμευτεί, μέσω του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης για την περίοδο 2021 – 2027, χρηματοδοτήσει το νέο μοντέλο ανάπτυξης των λιγνιτικών περιοχών της Δυτ. Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο κείμενο που συνοδεύει την έκθεση αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας αναδεικνύει το ειδικό βάρος που ενέχει ο λιγνίτης για την Δυτ. Μακεδονία των 280.000 κατοίκων, προεξάρχουσας της της περιοχής της Κοζάνης όπου, όπως σημειώνει, «βρίσκονται τα   μεγαλύτερα ορυχεία και οι περισσότεροι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 1/3 του ΑΕΠ της Περιφέρειας.»

Το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων και η διακοπή των εξορύξεων θέτει σε άμεσο κίνδυνο περισσότερες από 25 χιλιάδες θέσεις εργασίας σε μια περιοχή η οποία, με βάση στοιχεία του 2016 υποφέρει από υψηλή ανεργία, που μετρήθηκε σε ποσοστό 31%, γεγονός που τη θέτει στην αρνητική κορυφή όλων των περιφερειών άνθρακα και λιγνίτη της Ε.Ε. . Στο κείμενο της Κομισιόν τονιζόταν, επίσης, ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της περιοχής υποχώρησε κατακόρυφα τη χρονική περίοδο 2009-2017 (σε 59% από 86% του κοινοτικού μέσου όρου.

Τις προκλήσεις για την εκ βάθρων αναδιάταξη της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της Δυτ. Μακεδονίας συμπληρώνει η δραστική αλλαγή τροφοδοσίας των συστημάτων τηλεθέρμανσης που λειτουργούν, έως σήμερα, με τη θερμότητα των λιγνιτικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής. Το ΥΠΕΝ έχει ήδη εκφράσει την άποψη ότι ένα μεγάλο μέρος αυτής της λιγνιτικής θερμότητας, θα κληθεί να αντικαταστήσει το φυσικό αέριο, πράγμα το οποίο βρίσκεται στη φάση της υλοποίησης, μέσω των πρόδρομων διασυνδετήριων έργων της ΔΕΔΑ.

Ανάλογη είναι η εικόνα και στην Μεγαλόπολη των 6.000 κατοίκων. Η ενασχόληση στα λιγνιτορυχεία και τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής αποτελεί επαγγελματικό μονόδρομο για την τοπική κοινωνία, αφού στις εγκαταστάσεις τη; ΔΕΗ απασχολούνται 1.600 άτομα που κινδυνεύουν να χάσουν τις θέσεις εργασίας τους στη μεταλιγνιτική εποχή.

Η Κομισιόν χαρακτηρίζει ως τεράστια πρόκληση το νέο αναπτυξιακό μοντέλο που μέλλει να επικρατήσει στην Δυτ. Μακεδονία και την Μεγαλόπολη και έχει προτείνει σημαντικές δράσεις και επενδύσεις για την άμβλυνση του κοινωνικού και οικονομικού κόστους και στην αναδιαμόρφωση της οικονομίας αυτών των δύο περιοχών, όπως μεταξύ άλλων την εκτέλεση παραγωγικές επενδύσεις σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, την ανάπτυξη τεχνολογιών και υποδομών για οικονομικά αποδοτική και καθαρή ενέργεια, για ενεργειακή αποδοτικότητα και ΑΠΕ, καθώς και τη βελτίωση των επαγγελματικών δεξιοτήτων και της επανακατάρτισης των εργαζομένων.