Σε αυτές τις συνθήκες, ο ενεργειακός τομέας, ο οποίος είναι συνυφασμένος με τις εξελίξεις στην οικονομία και στην κοινωνία, επηρεάζεται με διάφορους τρόπους.
Την περίοδο που διανύουμε έγινε κατ’ αρχάς φανερή η σημασία του ενεργειακού τομέα και της ασφαλούς ενεργειακής τροφοδοσίας για την ομαλή δραστηριότητα σε αρκετούς τομείς, η οποία άμβλυνε τις οικονομικές επιπτώσεις από τους περιορισμούς που εφαρμόστηκαν. Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τις απώλειες που θα σημειώνονταν αν ο ενεργειακός τομέας (παραγωγή, κρίσιμες υποδομές δικτύων) δεν είχε τη δυνατότητα να στηρίξει τη λειτουργία του συστήματος υγείας, όπως και, εμμέσως, τη δυνατότητα τηλεργασίας και εμπορίου σε όσες επιχειρήσεις και οργανισμούς ήταν αυτό εφικτό.
Ωστόσο, η διακοπή της δραστηριότητας σε πολλούς κλάδους της οικονομίας και η απαγόρευση των μετακινήσεων, πλην των αναγκαίων, σε εσωτερικό και εξωτερικό, είχε πρόσκαιρα δραματικές επιπτώσεις στη ζήτηση ενέργειας, κυρίως από τους τομείς μεταφορών, υπηρεσιών και εμπορίου, οι οποίες με τη σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων θα μετριαστούν. Σημαντικοί επιμέρους ενεργειακοί κλάδοι, όπως η διύλιση, το εμπόριο καυσίμων και τα κατασκευαστικά έργα ενεργειακής εξοικονόμησης πλήττονται, προς το παρόν, δυσανάλογα. Συγχρόνως, η προσφορά ενέργειας σε διεθνές επίπεδο προσαρμόζεται με αρκετή δυσκολία και οι τιμές αναφοράς σε αργό πετρέλαιο και προϊόντα πετρελαίου έχουν υποχωρήσει σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα που είχαν χρόνια να εμφανιστούν. Αυτή η εξέλιξη έχει ένα παράπλευρο όφελος για τη χώρα μας, η οποία είναι καθαρός εισαγωγέας πρωτογενούς ενέργειας, καθώς εφόσον διατηρηθεί, θα λειτουργήσει ευεργετικά στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και στους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών.
Η επικείμενη ύφεση της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να περιορίσει περαιτέρω τη ζήτηση ενέργειας, κάτι που σε δημοσιονομικό επίπεδο συνεπάγεται σημαντικές απώλειες φορολογικών εσόδων, που για φέτος τουλάχιστον δεν θα είναι δυνατό να αναπληρωθούν. Πιθανή είναι και η εμπλοκή και οι καθυστερήσεις σε μεγάλα ενεργειακά έργα, εξαιτίας δυσλειτουργιών στον εφοδιασμό εξοπλισμού και στη χρηματοδότηση. Οι επιπτώσεις στον ενεργειακό τομέα από την ύφεση των οικονομιών, στην Ελλάδα και διεθνώς, δεν περιορίζονται στα προηγούμενα, ούτε θα είναι αμελητέες μεσοπρόθεσμα. Ενδεικτικά:
- Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και δεδομένης της ύφεσης στις οικονομίας, ενδεχομένως να υπάρξουν «δεύτερες σκέψεις» ως προς την ταχύτητα υλοποίησης της Πράσινης Συμφωνίας και της ενεργειακής μετάβασης, οι οποίες θα επηρεάσουν τη δυναμική που είχε δημιουργηθεί πριν την υγειονομική κρίση.
- Η μείωση της ζήτησης ενέργειας θα εξασθενίσει τα σήματα από την τιμολόγηση του άνθρακα. Σε συνδυασμό με τις μειωμένες σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν διεθνείς τιμές πετρελαιοειδών και φυσικού αερίου, εφόσον αυτές διατηρηθούν σε χαμηλά επίπεδα, η ανταγωνιστική θέση των ΑΠΕ και των επενδύσεων ενεργειακής αποδοτικότητας θα επιδεινωθεί.
- O συστημικός κίνδυνος που μπορεί να προκληθεί από αδυναμία πληρωμών των καταναλωτών, ιδίως στον τομέα ηλεκτρισμού, ενισχύεται. Πρέπει να αποτελέσει βασική προτεραιότητα της οικονομικής και ενεργειακής πολιτικής η διατήρηση ικανοποιητικού ρυθμού είσπραξης των λογαριασμών ηλεκτρισμού. Ενδεχόμενη αδυναμία ελέγχου, θα είχε αλυσιδωτές επιπτώσεις σε μια σειρά τομέων, οι οποίες δύσκολα θα μπορέσουν να αντιμετωπιστούν.
- Η υγειονομική κρίση επιταχύνει αλλαγές στη συμπεριφορά καταναλωτών και επιχειρήσεων (νέα επιχειρηματικά μοντέλα, ψηφιοποίηση, περιορισμός μετακινήσεων, τηλεργασία, ηλεκτρονικό εμπόριο). Αυτές οι αλλαγές συνεπάγονται τη μόνιμη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, η οποία θα επηρεάσει τις επιχειρήσεις του ενεργειακού τομέα, αλλά θα διευκολύνει την επίτευξη των στόχων της ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής.
- Οι αβέβαιες προοπτικές της οικονομίας εξαναγκάζουν τις επιχειρήσεις ενέργειας σε ακόμα πιο προσεκτικές κινήσεις και ενδεχομένως σε αναβολή επενδυτικών σχεδίων. Επιπλέον, πιθανή είναι η μείωση του ενδιαφέροντος για την αξιοποίηση των εγχώριων υδρογονανθράκων, λόγω των χαμηλών τιμών ενέργειας.
- Οι εταιρίες με υψηλό χρέος, συγκριτικά με τα ίδια κεφάλαιά τους, θα είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στη μείωση του κύκλου εργασιών που θα προκύψει από την ύφεση της οικονομίας και την πιθανή αλλαγή στο πρότυπο κατανάλωσης ενέργειας.
Η μελλοντική πορεία της ελληνικής οικονομίας και του τομέα της ενέργειας εξαρτάται από την αντίδραση πολλών παραγόντων (Ευρωπαϊκή Ένωση, Κυβέρνηση, επιχειρήσεις και άτομα) και συνεπώς δεν μπορεί να προσδιοριστεί με σχετική ασφάλεια. Ο ελληνικός ενεργειακός τομέας, βγαίνοντας από την προηγούμενη κρίση είχε αισιοδοξία για τη μελλοντική του πορεία και τις ευκαιρίες μετασχηματισμού και ανάπτυξης. Τώρα, αναπόφευκτα, πρέπει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της νέας υγειονομικής και οικονομικής κρίσης ευελπιστώντας σε ευνοϊκές εξελίξεις που θα συμβούν σχετικά σύντομα, αλλά, ταυτόχρονα, προετοιμαζόμενος για το μη επιθυμητό ενδεχόμενο παράτασης των δυσμενών υγειονομικών και οικονομικών συνθήκων για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Η οικονομική πολιτική μπορεί να βοηθήσει τον ενεργειακό τομέα, εξασφαλίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι ο ενεργειακός μετασχηματισμός θα αποτελέσει κεντρικό στοιχείο της προσπάθειας γρήγορης ανάκαμψης, ώστε να δοθούν κατάλληλα σήματα στους επενδυτές και να υλοποιηθούν οι σχεδιαζόμενες επενδύσεις. Οι διαθέσιμοι δημόσιοι πόροι πρέπει να αξιοποιηθούν εμπροσθοβαρώς και αποτελεσματικά, ώστε οι προσδοκίες γρήγορης ανάκαμψης να στηρίζονται σε στέρεες βάσεις και να μην επιδεινωθούν περαιτέρω, αλλά και για να αντισταθμιστεί το κενό που αφήνει η πτώση άλλων δραστηριοτήτων, όπως εκείνων που συνδέονται με τον τουρισμό. Όπου είναι δυνατό, πρέπει να διευκολυνθούν οι ενεργειακές επενδύσεις, ενδεχομένως με κριτήρια προτεραιότητας, ιδίως στους τομείς της εξοικονόμησης ενέργειας, του μετασχηματισμού των λιγνιτικών περιοχών της χώρας και των κρίσιμων υποδομών που θα τροφοδοτήσουν την καινοτομία, θα περιορίσουν το ενεργειακό κόστος και θα κάνουν τον ενεργειακό τομέα πιο ανθεκτικό σε δυσμενείς καταστάσεις που θα εμφανιστούν στο μέλλον.
Τέλος, μια όχι μικρότερης σημασίας παράμετρος, με την οποία σχετίζεται άμεσα ο ενεργειακός τομέας, είναι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και βιομηχανίας. Η στήριξη που μπορεί να προσφέρει ο ενεργειακός τομέας για τη μετάβαση, μεσοπρόθεσμα, σε ένα πιο ανταγωνιστικό και βιώσιμο παραγωγικό πρότυπο είναι ιδιαίτερα σημαντική. Η τρέχουσα κρίση ανέδειξε την ανάγκη διαφοροποίησης της εγχώριας παραγωγικής βάσης, η οποία μπορεί να προέλθει (και) μέσα από τη στήριξη της εγχώριας βιομηχανίας, με μέτρα που θα περιορίσουν το ενεργειακό κόστος που αυτή αντιμετωπίζει. Σε κάθε περίπτωση, η ανταγωνιστική λειτουργία των εγχώριων αγορών ενέργειας, αλλά και η δυνατότητα συμμετοχής των καταναλωτών στα οφέλη που προκύπτουν από τον ανταγωνισμό πρέπει να εξασφαλίζονται στον μέγιστο δυνατό βαθμό, ώστε να αποτελέσουν ένα πρόσθετο εργαλείο στην προσπάθεια περιορισμού των απωλειών και βελτίωσης των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας.
Λίγα λόγια για τον κ. Νίκος Βέττα είναι Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και για τον κ. Γιώργο Μανιάτη είναι υπεύθυνος του Τμήματος κλαδικών μελετών του ΙΟΒΕ
Ο Νίκος Βέττας είναι Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ από το 2013 και Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, από το 2003, όπου έχει υπηρετήσει ως Πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης και μέλος του Συμβουλίου Ιδρύματος. Κάτοχος διδακτορικού από το University of Pennsylvania των Η.Π.Α., ειδικεύεται στη Βιομηχανική Οργάνωση, Θεωρία Παιγνίων, και Πολιτική Ανταγωνισμού και Ρύθμισης Αγορών. Έχει εργαστεί σε Πανεπιστήμια των Η.Π.Α. και της Ευρώπης.
Ο Γιώργος Μανιάτης είναι υπεύθυνος του Τμήματος κλαδικών μελετών του ΙΟΒΕ. Έχει εργαστεί στο ΙΟΒΕ ως ερευνητής και στη Γενική Διεύθυνση της Επιτροπής Ανταγωνισμού ως ειδικός επιστήμονας. Έχει συγγράψει πλήθος κλαδικών και ειδικών μελετών με έμφαση στις αγορές ενέργειας και στην ανάλυση οικονομικών επιπτώσεων από μεταβολές στη φορολογία στις αγορές προϊόντων.