Αναζωπύρωσαν, όμως, την ελπίδα πως είναι ακόμη καιρός να αποτραπεί η χαοτική κλιματική αλλαγή που απειλεί την ανθρωπότητα και μαζί με αυτή και την παγκόσμια οικονομία. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η ύφεση που αναπόφευκτα επέφερε η αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας απειλεί να εκτοπίσει την κλιματική αλλαγή από όποια θέση έτεινε να κατακτήσει ανάμεσα στις προτεραιότητες κυβερνήσεων, οικονομολόγων και επενδυτών.
Γιατί βρισκόταν πράγματι στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια και το διάστημα πριν από την πανδημία αναβαθμιζόταν ως προς την προσοχή που αποσπούσε μεταξύ πολιτικών και οικονομολόγων. Διαρκώς αυξάνονταν οι προειδοποιήσεις για τις ολέθριες οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, η Τράπεζα της Αγγλίας καλούσε τις βρετανικές τράπεζες να εκτιμήσουν την έκθεσή τους σε ακραία καιρικά φαινόμενα λόγω κλιματικής αλλαγής, οι επενδυτές πίεζαν επιχειρηματικούς κολοσσούς να μειώσουν την έκθεσή τους στα ορυκτά καύσιμα, οι εκδόσεις των λεγόμενων πράσινων ομολόγων πολλαπλασιάζονταν και οι διεθνείς οργανισμοί παρέθεταν διαρκώς στοιχεία για το δυσβάστακτο κόστος που ήδη επιφέρουν τα διαρκώς αυξανόμενα ακραία καιρικά φαινόμενα για κλάδους όπως η βιομηχανία των ασφαλιστικών.
Επισκιάζοντας κάθε άλλο κίνδυνο, όμως, η πανδημία ανέτρεψε τις προτεραιότητες. Προκειμένου να μην αναβληθεί η ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής για όταν θα είναι πολύ αργά, πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν πράσινη ανάκαμψη της οικονομίας και οι μελέτες που καταδεικνύουν πως η τόνωση της οικονομίας είναι συμβατή με την προστασία του περιβάλλοντος και πρέπει να συνδυαστούν αυτές οι δύο καίριες προτεραιότητες.
Στην Ε.Ε., βέβαια, η Κομισιόν έχει ήδη παρουσιάσει πλήρες πρόγραμμα για μια πράσινη ανάκαμψη από το τέλος Μαΐου, όταν επανέφερε το φιλόδοξο σχέδιό της για μηδενικές εκπομπές καυσαερίων έως το 2050. Το έχει προσαρμόσει στις νέες ανάγκες για δημιουργία θέσεων εργασίας και επενδύσεις για να δώσει ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη.
Προβλέπει, έτσι, δαπάνες ύψους άνω των 500 δισ. ευρώ για τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, για τη στροφή στα ηλεκτροκίνητα οχήματα και στις αναγκαίες υποδομές, στην ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών αλλά και στην ανάπτυξη σχεδίων πράσινου υδρογόνου.
Μεγαλύτερη αβεβαιότητα περιβάλλει, όμως, τη στάση που θα τηρήσουν εφεξής οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη. Με την πετρελαϊκή βιομηχανία της γονατισμένη από την πτώση της ζήτησης για πετρέλαιο και την κυβέρνηση Τραμπ να λαμβάνει τις αποφάσεις, η υπερδύναμη δείχνει να ρίχνει το βάρος στη στήριξη ενός από τους πλέον ρυπογόνους κλάδους.
Οσον αφορά την Κίνα, την πλέον ρυπογόνο οικονομία στον πλανήτη, εμπνέει ανησυχία εκπέμποντας αντιφατικά μηνύματα, καθώς ετοιμάζεται να ενισχύσει μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με υδρογονάνθρακες προκειμένου να στηρίξει την οικονομία της, που δέχθηκε καίριο πλήγμα από την πανδημία.
Την ίδια στιγμή, όμως, νέες έρευνες έρχονται να ταράξουν τα νερά με στοιχεία που φέρουν την οικονομία να ωφελείται τα μέγιστα από τη στροφή στην καθαρή ενέργεια και στην πράσινη ανάπτυξη.
*(Από την Καθημερινή)