Τα ηλιακά πάρκα της Δυτικής Μακεδονίας θα είναι η «καθαρή» ενεργειακή βάση για την παραγωγή υδρογόνου, το οποίο θα διακινείται μέσω του εθνικού συστήματος μεταφοράς φυσικού αερίου. Με τον τρόπο αυτό σχεδιάζει ο ΔΕΣΦΑ την «είσοδό» του στην εποχή των ανανεώσιμων αερίων

Το σχέδιο εντάσσεται στο πλαίσιο συμμετοχής του ΔΕΣΦΑ στο πρότζεκτ White Dragon (Λευκός Δράκος). Αντικείμενο του πρότζεκτ είναι η δημιουργία παραγωγικής υποδομής υδρογόνου ισχύος 1GW από φωτοβολταϊκά στη Δυτ. Μακεδονία, με στόχο ένα μέρος του παραγόμενου «πράσινου» αερίου να εγχέεται στους αγωγούς του ΔΕΣΦΑ, ώστε να μεταφέρεται ως πρόσμιξη στο φυσικό αέριο.

Στο White Dragon συμμετέχουν επίσης μέρος η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, η ΔΕΠΑ, η ΔΕΗ, καθώς και άλλοι εταίροι από την Ιταλία, τη Γερμανία και το Βέλγιο. Το πρότζεκτ διεκδικεί χρηματοδότηση από το πρόγραμμα IPCEI, το οποίο περιλαμβάνει ένα σημαντικό αριθμό έργων στον τομέα του υδρογόνου. Εκτιμάται πως μπορεί να κινητοποιήσει επενδύσεις ύψους 2,5 δισ. ευρώ και να δημιουργήσει 5.000 άμεσες θέσεις εργασίας. Επίσης, σε ετήσια βάση θα αποτρέπει την έκλυση στην ατμόσφαιρα 1,4 εκατ. τόνων CO2.

Για το στόχο της μεταφοράς του «πράσινου» υδρογόνου μέσω του ΕΣΜΦΑ, άλλωστε, ο ΔΕΣΦΑ θα αξιοποιήσει και την τεχνογνωσία των διεθνών μετόχων του (Snam, Fluxys και Enagas), όπως τόνισε χθες μιλώντας στο οικονομικό φόρουμ των Δελφών ο διευθύνων σύμβουλος του ΔΕΣΦΑ, Νικόλα Μπατιλάνα. Σύμφωνα με τον κ. Μπατιλάνα, προς αυτή την κατεύθυνση ο Διαχειριστής θα αξιοποιήσει τη σχετική Εκτός από υδρογόνο, τα κεντρικά συστήματα της υποδομής του White Dragon (δηλαδή οι «κυψέλες καυσίμου στερεού οξειδίου») θα παράγουν επίσης θερμότητα, καθώς και ηλεκτρική ενέργεια. Ένα μέρος του αερίου θα αποθηκεύεται τοπικά, ώστε η υποδομή να έχει αυτονομία στην περίπτωση μειωμένης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από τα φωτοβολταϊκά πάρκα. Οι υπόλοιπες ποσότητες υδρογόνου προορίζονται για έγχυση σε διερχόμενους αγωγούς μεταφοράς φυσικού αερίου. Έτσι, η εμπλοκή του ΔΕΣΦΑ στο πρότζεκτ θα αφορά τη μεταφορά τους μέσω του δικτύου του, στο οποίο θα αναμιγνύονται κατά ένα μικρό ποσοστό με το διακινούμενο φυσικό αέριο.