Η Βιομηχανία Μπορεί και Πρέπει να Είναι ο Πρωταγωνιστής της Ανάκαμψης της Ελληνικής Οικονομίας στην Μετά την Πανδημία Περίοδο

Η Βιομηχανία Μπορεί και Πρέπει να Είναι ο Πρωταγωνιστής της Ανάκαμψης της Ελληνικής Οικονομίας στην Μετά την Πανδημία Περίοδο
Του Αντώνη Κοντολέοντος,  Προέδρου του ΔΣ της ΕΒΙΚΕΝ*
Τετ, 24 Ιουνίου 2020 - 11:39

Οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας, καθιστούν επιτακτικότερη την ανάγκη να ξαναδούμε το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Οι διατυπωθείσες εκτιμήσεις των ειδικών, σχετικά με την ύφεση του 2020, προβλέπουν ύφεση σημαντικά μεγαλύτερη και από αυτήν που κατεγράφη τη χειρότερη χρονιά της προηγούμενης κρίσης, το 2011, όταν το ΑΕΠ της Ελλάδας μειώθηκε κατά 7,1%. Η ελληνική οικονομία έχει, μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, τον μεγαλύτερο βαθμό εξάρτησης από τον τουρισμό, τον κλάδο που πλήττεται 

περισσότερο από τον COVID-19: Ο τουρισμός αντιπροσωπεύει το 20,6% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, έναντι μέσου όρου 9,4% στην Ευρώπη.

Θα πρέπει παράλληλα να ληφθεί υπόψη, ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μετά από μια μακρά περίοδο μονόπλευρης στήριξης του τομέα των υπηρεσιών, έχει αναγάγει τα τελευταία χρόνια σε μείζονα πολιτική προτεραιότητα την επαναφορά στο προσκήνιο της βιομηχανίας, αναγνωρίζοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο της βιομηχανίας στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας και τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής.

Δυστυχώς στη χώρα μας η μεταποίηση αντιπροσωπεύει μόνο το 8% του ελληνικού ΑΕΠ, όταν στο σύνολο της Ε.Ε. το αντίστοιχο μέγεθος είναι 14,3%. Μετά την οικονομική κρίση του 2011 η βιομηχανία μας προσαρμόστηκε αμέσως και στράφηκε σχεδόν 100% στις εξαγωγές. Αποτέλεσμα: το 87% των ελληνικών εξαγωγών σήμερα είναι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων. 

Εάν για την Ευρώπη ήταν αναπτυξιακό ζητούμενο πριν την πανδημία, η ενίσχυση του ρόλου της βιομηχανίας, για την Ελλάδα, της διαλυμένης παραγωγικής βάσης και της υψηλής ανεργίας, στις νέες διαμορφούμενες συνθήκες μετά την πανδημία αποτελεί αδήριτη ανάγκη και προϋπόθεση εξόδου από την νέα, ίσως και  χειρότερη κρίση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η σημασία του τουρισμού υποβαθμίζεται. 

Όμως ο δρόμος που θα πρέπει να διανύσουμε προκειμένου να καλυφθεί το χαμένο έδαφος, είναι μακρύς. Ειδικότερα αναφερόμενοι στις βιομηχανίες έντασης ενέργειας πρέπει επιτέλους η κυβέρνηση να  αντιμετωπίσει το δομικό πρόβλημα του σημαντικά υψηλότερου κόστους ηλεκτρικής ενέργειας ως προς τους ανταγωνιστές τους στην Ευρώπη, γιατί πολύ απλά, χωρίς ανταγωνιστική τιμή ενέργειας δεν μπορεί να υπάρξει βιομηχανία.

Η μείωση του λιγνίτη στο μείγμα στην ηλεκτροπαραγωγή το τελευταίο τρίμηνο του 2019 μείωσε μεν τη διαφορά μεταξύ της τιμής της ελληνικής αγοράς και της μέσης ευρωπαϊκής, αλλά η ελληνική αγορά αφενός παραμένει η  ακριβότερη στην Ευρώπη (60 Ευρώ/MWH), αφετέρου οι τιμές της διατηρούνται σε επίπεδο υψηλότερο κατά 36%  από το μέσο όρο των ευρωπαϊκών αγορών (44 Ευρώ/MWH), από 51,3% που ήταν στο 3 τρίμηνο του2019 (ίδε παρακάτω πίνακα).

Γεγονός που αποδεικνύει ότι η κύρια αιτία για τις υψηλές τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στην ελληνική αγορά εντοπίζεται στα δομικά χαρακτηριστικά της αγοράς, η οποία έχει χαρακτηριστικά εδραιωμένου ολιγοπωλίου. Ελλείψει προθεσμιακής αγοράς, μόνο η αυξανόμενη διείσδυση των ΑΠΕ και οι εισαγωγές δημιουργούν σε εποχές χαμηλής ζήτησης συνθήκες στοιχειώδους ανταγωνισμού. 

 

Πηγή: Quarterly Report on European Electricity Markets, DG Energy (2015-2019).

Το επιχείρημα, ότι η λειτουργία της νέας αγοράς με την ταυτόχρονη σύζευξη της με εκείνες της Βουλγαρίας και Ιταλίας, η αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ και η αλλαγή στο μείγμα με την απόσυρση του λιγνίτη, θα διαμορφώσουν από μόνες τους συνθήκες ανταγωνισμού, οι οποίες θα ρίξουν τις τιμές της αγοράς στα ευρωπαϊκά επίπεδα δεν ευσταθεί.

Καταρχάς, οι βασικές επιλογές σχεδιασμού της νέας αγοράς (central dispatch , unit based bidding), απηχούν μια ξεπερασμένη αντίληψη περί κεντρικού ελέγχου, ενώ και οι σχεδιαζόμενοι περιορισμοί στην προθεσμιακή αγορά, για τους οποίους δεν γνωρίζουμε το χρονικό διάστημα για το οποίο θα ισχύσουν,  θα οδηγήσουν σε μια αγορά semi compulsory pool. Δηλαδή θα δημιουργήσουμε εκ νέου ένα σχήμα με χαρακτηριστικά που δεν υφίστανται σε καμία σύγχρονη ευρωπαϊκή αγορά.

Ο δεύτερος βασικός λόγος είναι ότι, αφενός κανείς από τους καθετοποιημένους παίκτες στην αγορά, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, δεν έχει κίνητρο να πέσουν οι τιμές, αφετέρου δεν υπάρχει υπερπροσφορά ισχύος. Μάλιστα στις περιόδους υψηλής ζήτησης αναμένονται υψηλές τιμές καθώς οι λιγνιτικές μονάδες θα ορίζουν την οριακή τιμή τις πιο πολλές ώρες μέσα στην ημέρα.         

Την ίδια στιγμή, η εξαγγελθείσα απόσυρση όλων των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων έως το 2023 προϋποθέτει την κατασκευή τουλάχιστον 2 νέων μονάδων συνδυασμένου κύκλου με φυσικό αέριο, επενδύσεις υψηλού κόστους, οι οποίες θα είναι οικονομικά βιώσιμες μόνο εάν οι τιμές στην αγορά παραμένουν υψηλές, ώστε να καλύπτουν το πλήρες κόστος τους. Η λειτουργία των μονάδων αυτών θα συμπιέζεται, τουλάχιστον κατά τις περιόδους χαμηλής   ζήτησης,  εάν λάβουμε υπόψη την σημαντική ανάπτυξη των ΑΠΕ.

Ούτε οι νέες μονάδες ΑΠΕ, που θα συμμετάσχουν στην αγορά χωρίς εγγυημένη τιμή, αναμένεται να κάνουν τη διαφορά. Επίσης ούτε η σύζευξη της αγοράς μας με εκείνες της Βουλγαρίας  και Ιταλίας δεν θα λειτουργήσει στην πράξη τουλάχιστον έως το 2025, καθώς οι δημοπρατούμενες δυναμικότητες των διασυνδέσεων δεν επαρκούν, ώστε να μην καταγράφεται με μεγάλη συχνότητα συμφόρηση στα σύνορα.  

Εν κατακλείδι, αναφορικά με το κόστος των ρυθμιζόμενων χρεώσεων, παρά τις προσπάθειες που αποσπασματικά έχουν γίνει από πολλές κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια, το κόστος αυτό για τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας (αλουμίνιο, χάλυβας, χαρτί, τσιμέντο, κλωστοϋφαντουργία), παραμένει σημαντικά υψηλότερο εκείνου των ευρωπαίων ανταγωνιστών τους, όπως εξάλλου έδειξαν οι μελέτες της Ρυθμιστικής Αρχής του Βελγίου.

Η κυβέρνηση πρόσφατα εξήγγειλε μια σειρά από μέτρα στην κατεύθυνση στοχευμένης μείωσης του κόστους των ρυθμιζόμενων χρεώσεων για τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας στο πλαίσιο των Κατευθυντηρίων Γραμμών για κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της ενέργειας. Ωστόσο δυστυχώς μέχρι σήμερα, προκύπτει ότι για ακόμη φορά η υλοποίηση των μέτρων κόλλησε στα γρανάζια της γραφειοκρατίας, όπως εξάλλου συμβαίνει με την θέση σε εφαρμογή της μείωσης της χρέωσης ΕΤΜΕΑΡ για συγκεκριμένους επιλέξιμους βιομηχανικούς κλάδους που ισχύει από 1.1.2019 και η εφαρμογή του δεν αναμένεται πριν το τέλος του έτους!

Η αβεβαιότητα γύρω από το ενεργειακό κόστος αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για νέες βιομηχανικές επενδύσεις και ακυρώνει νέα επενδυτικά πλάνα. Οφείλει η κυβέρνηση να συνειδητοποιήσει ότι χωρίς ανταγωνιστική τιμή ενέργειας η χώρα θα παραμείνει βιομηχανικός ουραγός της Ευρώπης και δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει τη νέα κρίση.  

Η βιομηχανία μπορεί και πρέπει να είναι ο πρωταγωνιστής της ελληνικής ανάκαμψης μετά την πανδημία, αρκεί να της εξασφαλιστεί το αναγκαίο καύσιμο: το ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας.

 

*Λίγα λόγια για τον κ. Αντώνη Κοντολέων, Πρόεδρο του ΔΣ της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας

Σπουδές: Πτυχιούχος Mηχανολόγος- Ηλεκτρολόγος ΕΜΠ, 1979.

Επαγγελματικές Δραστηριότητες (από 1982 – σήμερα):

- ΑΓΕΤ – ΗΡΑΚΛΗΣ (1982-2011) , σε διάφορες διευθυντικές θέσεις μεταξύ των οποίων  Δ/ντής  Νέων έργων  (1989-2008) , και   Δ/ντής  Ενέργειας  (2006-2011)

- Μέλος ΔΣ ΕΒΙΚΕΝ (2010-2019)

- Πρόεδρος ΔΣ ΕΒΙΚΕΝ 2020

- Σύμβουλος Ενέργειας (2012- σήμερα)