Συνέβη, όπως έχει συμβεί ξανά: Η Τουρκία ανακοινώνει έρευνες για υδρογονάνθρακες σε μια θαλάσσια περιοχή, επί της οποίας η Ελλάδα θεωρεί ότι έχει κυριαρχικά δικαιώματα. Ο ελληνικός στόλος κινητοποιείται για να εμποδίσει τα τουρκικά πλοία, οι δύο χώρες βρίσκονται αντιμέτωπες, με το δάχτυλο στη σκανδάλη, για κάποιες ώρες ή ημέρες, έως ότου μια ξένη δύναμη - η Ουάσιγκτον στο παρελθόν, το Βερολίνο αυτή 

τη φορά - παρεμβαίνει για να εκτονώσει την κρίση. Οι έρευνες αναστέλλονται προσωρινά, τα πλοία επιστρέφουν στον ναύσταθμο, ένα μορατόριουμ αναγγέλλεται προκειμένου να λυθεί η διαφορά ειρηνικά, με διάλογο. Και, στο μεταξύ, τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων - πραγματικά και φαντασιακά - συνεχίζουν ανενόχλητα τον αιώνιο ύπνο τους, στον βυθό της θάλασσας.

Πώς άρχισαν όλα αυτά;

Η ιστορία είναι λίγο-πολύ γνωστή. Το φθινόπωρο του 1973, λίγο πριν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και ενώ η μεγάλη πετρελαϊκή κρίση έχει εκτοξεύσει τις τιμές του πετρελαίου και το διεθνές ενδιαφέρον για νέα κοιτάσματα, οι έρευνες που διεξάγει από το 1970, αθόρυβα αλλά και άκαρπα, μια κοινοπραξία πετρελαϊκών εταιρειών στο βόρειο Αιγαίο δίνουν, για πρώτη φορά, θετικό αποτέλεσμα - το κοίτασμα Πρίνος που θα επιβεβαιωθεί τον  Φεβρουάριο του 1974. Μα στο μεταξύ, την 1η Νοεμβρίου 1973, η Αγκυρα παρεμβαίνει για πρώτη φορά. Δημοσιεύει χάρτη με παραχωρήσεις στην Τουρκική Εταιρεία Πετρελαίων, για έρευνα, θαλάσσιων περιοχών που ανήκουν στην ελληνική υφαλοκρηπίδα.

Η ελληνική αντίδραση στην τουρκική κίνηση εκδηλώνεται με μεγάλη καθυστέρηση. Αλλά η χούντα Ιωαννίδη, απομονωμένη και απο-νομιμοποιημένη, σπεύδει λίγες ημέρες μετά το Πολυτεχνείο να ανακοινώσει διθυραμβικά πως ωκεανοί πετρελαίου κρύβονται κάτω από τα νερά του Αιγαίου και πως η Ελλάδα γίνεται μια μεγάλη πετρελαιοπαραγωγός χώρα, κάτι μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Νορβηγίας. Οι ανακοινώσεις επαναλαμβάνονται, έτι υπερβολικότερες, τον Φεβρουάριο του 1974, με την επίσημη ανακοίνωση του κοιτάσματος στη Θάσο.

Οι ανακοινώσεις δεν έκαναν δημοφιλέστερη τη χούντα μεταξύ των Ελλήνων. Εκαναν όμως εντονότερες τις τουρκικές αντιδράσεις. Τον Απρίλιο του '74 η Τουρκία επιδίδει νόταμ. Και τον Μάιο βγάζει στο Αιγαίο ένα ερευνητικό σκάφος, το Τσανταρλί, το οποίο λέγεται ότι δεν είχε καν όργανα για σεισμικές έρευνες, συνοδευόταν όμως από 30 και πάνω σκάφη του πολεμικού ναυτικού. Η χούντα, αυτή τη φορά, αντιδρά. Και οι ΗΠΑ παρεμβαίνουν για πρώτη φορά, δια του Χένρι Τάσκα. Η κρίση εκτονώνεται. Αθήνα και Αγκυρα συμφωνούν να διαπραγματευθούν τα όρια της υφαλοκρηπίδας. Κι ύστερα ήρθε το έγκλημα στην Κύπρο και η τουρκική εισβολή.

Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας διαμορφώνονται οι σταθερές συντεταγμένες του διαιωνιζόμενου προβλήματος.

Η Ελλάδα αναγνωρίζει, από το 1975 (Κ. Καραμανλής),  πως υπάρχει μια διαφορά - η υφαλοκρηπίδα - που πρέπει να λυθεί ειρηνικά, με διάλογο, στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και με τελικό ορίζοντα την προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης. Η Τουρκία δέχεται αρχικά το πλαίσιο αυτό (Ντεμιρέλ, Βρυξέλλες 1975), υπαναχωρεί σε λίγους μήνες και έκτοτε επιμένει σε μια διμερή διαπραγμάτευση, στην ατζέντα της οποίας εφευρίσκει και προσθέτει διαρκώς θέματα. Και, κάθε τόσο, ξεσπά μια κρίση (1976 «Χόρα», 1987 «Πίρι Ρέις», 1996 Ιμια), είτε επειδή η Τουρκία προσπαθεί να ματαιώσει ελληνικές έρευνες, είτε επειδή προσπαθεί να αλλάξει το πλαίσιο μιας πιθανής διαπραγμάτευσης. Οι κρίσεις αυτές οδηγούν πάντα στο ίδιο αποτέλεσμα: διεθνής παρέμβαση για εκτόνωση της έντασης, συμφωνία για έναρξη διαλόγου και, στο μεταξύ, μορατόριουμ ερευνών (Βέρνη 1976, Βουλιαγμένη 1988, Μαδρίτη 1997). Υπήρξε ποτέ, σε αυτό το γαϊτανάκι των κρίσεων, κάποια προοπτική πραγματικής, ειρηνικής λύσης της διαφοράς; Μία μόνον φορά, ίσως - όταν η Ελλάδα κατάφερε να εγγράψει την ελληνοτουρκική διαφορά ως ευρωτουρκική, το 1999 στο Ελσίνκι. Ο διάλογος έγινε, για λίγο, συστηματικός και, στα χρόνια 2002-3 έδινε την εντύπωση πως θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάποια λύση, πριν αφεθεί να ναυαγήσει και τα πράγματα επιστρέψουν στον μακρύ κύκλο του 1973.

Η πρόσφατη κρίση γύρω από το Καστελλόριζο, λοιπόν, θα μπορούσε να εκληφθεί ως μία ακόμη επανάληψη του ίδιου έργου. Κάτι σαν τη μέρα της μαρμότας. Αλλά θα ήταν λάθος ανάγνωση. Γιατί αυτό που ζούμε τώρα, μπορεί να μοιάζει ως συνέχεια μιας ιστορίας που ξεκίνησε πριν από 56 χρόνια. Μα παρουσιάζει σημαντικά, νέα χαρακτηριστικά.

Καθώς το επίκεντρο της διαφοράς έχει μετατοπιστεί νοτιότερα, από το βόρειο Αιγαίο στην ανατολική Μεσόγειο (και το νομικό της πεδίο έχει μετατεθεί στη νεότερη, στο διεθνές δίκαιο, έννοια της ΑΟΖ), ό,τι ξεκίνησε ως μια αυστηρά διμερής διαφορά εξελίσσεται, εκ των πραγμάτων σε πολυμερή, εμπλέκοντας και άλλες ενδιαφερόμενες χώρες - Ισραήλ, Κύπρο, Αίγυπτο, Λιβύη. Αυτή είναι μια πρώτη διαφορά. Δεύτερη και κρισιμότερη είναι πως έχει στο μεταξύ αλλάξει η στρατηγική επιδίωξη στην οποία εγγράφεται η τουρκική διεκδίκηση. Ο,τι ξεκίνησε ως απαίτηση συμμετοχής στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων του Αιγαίου, εξελίχθηκε σε στοιχείο μιας πολύ ευρύτερης φιλοδοξίας, στα όρια της μεγαλομανίας, για τη μετατροπή της Τουρκίας σε περιφερειακή μεγάλη δύναμη, αληθινής διαδόχου της οθωμανικής προγόνου της. Και η τρίτη διαφορά είναι πως ο συνήθης διαιτητής των προηγούμενων κρίσεων, οι ΗΠΑ, μοιάζει να έχουν αποσυρθεί από την περιοχή. Το κενό (που εκμεταλλεύεται επιθετικά η Τουρκία του Ερντογάν) επιχειρεί να καλύψει μια Ευρώπη που, αίφνης, συνειδητοποιεί πως πρέπει να λύσει η ίδια ένα πρόβλημα που ως τώρα ανέθετε στην απούσα υπερδύναμη.

Οι τρεις αυτές μεταβολές καθιστούν το πρόβλημα πολύ σοβαρότερο από άλλοτε. Μα, ταυτόχρονα, δίνουν στην Αθήνα, για πρώτη φορά από το 1999, μια ευκαιρία να εγγράψει το πρόβλημα Τουρκία σε μια διεθνή, ευρωπαϊκή ατζέντα και να το βγάλει από το ασφυκτικό διμερές πλαίσιο.

Και υπάρχει και μια τέταρτη, αφανής μα όχι ασήμαντη αλλαγή: ο παράγοντας χρόνος. Οι υδρογονάνθρακες, πολύτιμοι και περιζήτητοι το 1973, όταν ξεκινούσε η μακρά περιπέτεια, θα είναι σε λίγα χρόνια απαγορευμένοι στην ευρωπαϊκή τουλάχιστον οικονομία, που υπόσχεται να «πρασινίσει».

*(Από ΤΑ ΝΕΑ)