Είχαμε αφήσει τον ιταλικό ενεργειακό όμιλο ΕΝΙ τον Φεβρουάριο του 2018 να αποσύρει το ερευνητικό του πλοίο Saipem από την κυπριακή ΑΟΖ, μπροστά στις απειλές των τουρκικών κανονιοφόρων. Το επόμενο έτος, στις 18 Οκτωβρίου 2019 (και ενώ η τότε ιταλική κυβέρνηση προσπαθούσε ακόμη να καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί), η οικονομική εφημερίδα Il Sole 24 Ore δημοσίευσε συνέντευξη του διευθύνοντος συμβούλου του Ομίλου ΕΝΙ Κλάουντιο Ντε Σκάλτσι

Στην ερώτηση του δημοσιογράφου αναφορικά με τις τουρκικές προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, ο Ντε Σκάλτσι είχε δώσει την εξής απάντηση: «Ανησυχούμε, όπως συμβαίνει πάντα όταν παίρνουν το λόγο τα πολεμικά πλοία. Έχουμε όμως κλείσει συμφωνία με την Κύπρο και θα τη σεβαστούμε. Η Ανατολική Μεσόγειος είναι μια περιοχή με τεράστια ενεργειακά αποθέματα: αέριο για 8-10 δισ. κυβικά μέτρα, χωρίς να υπολογίζουμε τη Λιβύη. Η Ανατολική Μεσόγειος είναι μια περιοχή πολύ σημαντική για όλη την Ευρώπη και όλο τον κόσμο. Θα συνεισφέρουμε ώστε οι εργασίες να προχωρήσουν σε συνθήκες ειρήνης, χωρίς πολέμους».

Ήταν μια δήλωση που εμμέσως επιβεβαίωσε τις πληροφορίες ότι η ΕΝΙ ασκούσε μεγάλες πιέσεις στην ιταλική κυβέρνηση, προκειμένου να αναλάβει την προστασία της ερευνητικής δραστηριότητας στα κυπριακά θαλάσσια οικόπεδα. Πιέσεις που, όπως γνωρίζουμε, παρέμειναν χωρίς αποτέλεσμα, όχι μόνον εξ αιτίας των παρωχημένων, αλλά ακόμη κυρίαρχων ιδεολογημάτων («να κρατήσουμε την Τουρκία προσδεδεμένη στη Δύση») στην ηγεσία των ιταλικών ενόπλων δυνάμεων και σε μέρος της διπλωματικής υπηρεσίας.

Η ανικανότητα του Ντι Μάιο

Ο κυριότερος λόγος που οι πιέσεις της ENI παρέμειναν χωρίς αποτέλεσμα, ήταν λόγω της αξεπέραστης δυσκολίας πού έδειξε στην κατανόηση του προβλήματος, ο τότε υπουργός Ενέργειας Λουίτζι Ντι Μάιο. Για να γίνει κατανοητό το βάθος του ερασιτεχνισμού που κυριάρχησε εκείνη την περίοδο στο συγκεκριμένο υπουργείο αρκεί να αναφέρουμε ότι ο Ντι Μάιο και οι (επίσης αδαείς) στενοί συνεργάτες του, είχαν αρνηθεί πεισματικά οποιαδήποτε συνεργασία με τον υπουργό Εξωτερικών Έντσο Μοάβερο επί του θέματος.

Τα πράγματα φαίνεται να άλλαξαν με την αποβίβαση των Τούρκων στη Λιβύη και την υπογραφή της ούτω αποκαλούμενης "συμφωνίας" μεταξύ του Ερντογάν και του Ελ Σαράζ. Ενώ η ιταλική κυβέρνηση τελικά πληροφορήθηκε κατά πού πέφτει η Κύπρος και δηλώνει (με χίλιους δύο δισταγμούς και αμφιβολίες), διατεθειμένη να ευθυγραμμιστεί με τις υποδείξεις της ΕΕ, ο όμιλος ΕΝΙ φαίνεται να ξεκίνησε μια αναθεώρηση της στάσης του απέναντι στις τουρκικές επεκτατικές βλέψεις.

Στην Ιταλία είχε μάλιστα κυκλοφορήσει η φήμη ότι η ΕΝΙ είχε έρθει σε επαφή με τις τουρκικές αρχές, επιδιώκοντας κάτι σαν "διπλή αδειοδότηση" για την «τουρκοκυπριακή ΑΟΖ». Τελικώς η απόπειρα λέγεται ότι ναυάγησε μπροστά στην απαίτηση των Τούρκων να ακυρωθεί κάθε συμφωνία με την Κυπριακή Δημοκρατία. Είναι πληροφορίες που ουδέποτε επιβεβαιώθηκαν και αναφέρονται με κάθε επιφύλαξη.

«Χάνουν οι πάντες με τον EastMed»

Τώρα ο προβληματισμός του ιταλικού κρατικού ομίλου προβάλλεται σε άρθρο που υπογράφει ο Λάπο Πιστέλι, υπεύθυνος διεθνών σχέσεων του ομίλου ΕΝΙ και στενός συνεργάτης του Διευθύνοντος Συμβούλου. Το άρθρο μόλις δημοσιεύτηκε σε ειδικό αφιέρωμα στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας του μηνιαίου περιοδικού γεωπολιτικής Limes, με τίτλο "Στο ματς του EastMed χάνουν σχεδόν οι πάντες". Ο αρθρογράφος αντιμετωπίζει το πρόβλημα από την ενεργειακή οπτική γωνία.

Υπογραμμίζει ότι η Ανατολική Μεσόγειος είναι «μια από τις περισσότερο υποσχόμενες περιοχές της τελευταίας δεκαετίας», καθώς εκεί υπολογίζεται ότι βρίσκεται το 2% των αποθεμάτων σε αέριο όλου του πλανήτη. Στην περιοχή που προβλέπεται να επεκταθεί ο αγωγός EastMed, κατά τον αρθρογράφο, δύο μόνον χώρες είναι από δημογραφική άποψη «παίκτες βαρέων βαρών»: η Αίγυπτος και η Τουρκία. Όλοι οι άλλοι, περιλαμβανομένου και του Ισραήλ, χαρακτηρίζονται «μικρομεσαίου μεγέθους».

Αναφορικά με το Φόρουμ του EastMed (East Med Gas Forum) εξηγεί ότι υπήρξε ισραηλινό βέτο στη συμμετοχή του Λιβάνου και αιγυπτιακό βέτο στη συμμετοχή της Τουρκίας, ενώ η Γαλλία και οι ΗΠΑ εξέφρασαν «σθεναρή βούληση» να ενταχθούν ως παρατηρητές. Η Τουρκία, σύμφωνα με τον αρθρογράφο, θεωρητικά είναι ο ιδεώδης πελάτης του αερίου της περιοχής.

Αυτή τη στιγμή η ενεργοβόρα βιομηχανία της τροφοδοτείται από τη Ρωσία, αλλά τα συμβόλαια, που λήγουν φέτος και το 2021, προβλέπουν σε κάποιες περιπτώσεις να αγοράζεται το ρωσικό αέριο «δυόμισι φορές πιο ακριβά από την τιμή του στην αγορά βραχυπρόθεσμων πωλήσεων», τροφοδοτώντας έτσι μεγάλη ενεργειακή εξάρτηση και πολύ μεγάλες δαπάνες.

«Τόσο για να αποκτήσει στρατηγικό βάθος νοτιότερα –συνεχίζει το άρθρο– όσο και για να μειώσει την επιβάρυνση από το ρωσικό αέριο, ικανοποιώντας με πιο οικονομικό τρόπο τις ανάγκες της, ήταν λογικό η Άγκυρα να ξεκινήσει μια διαδικασία συνεργασίας με τις άλλες χώρες της Ανατολικής Μεσογείου. Καθώς δεν υπήρξε συγκεκριμένη πρόοδος στο μέτωπο του Κυπριακού, ούτε σε εκείνο των σχέσεων με την Αίγυπτο, ο Ερντογάν επέλεξε να ξεκινήσει μια κλιμάκωση των κινήσεων του, η οποία στην πράξη μείωσε κατά το ήμισυ τις δυνατότητες του ενεργειακού hub και έθεσε υποθήκη επάνω σε ορισμένες υποδομές που ήταν στη φάση της μελέτης».

Αναφορές σε "Βόρεια Κύπρο" 

Η πρώτη από αυτές τις κινήσεις κλιμάκωσης ήταν ότι «παρεμπόδισε τις διεθνείς εταιρείες (ανάμεσα στις οποίες ήταν και η ΕΝΙ) να διεξάγουν έρευνες στα διεκδικούμενα οικόπεδα από την Βόρεια Κύπρο». Ο αρθρογράφος επισήμαίνει πως όσο διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις στο Κράν Μοντανά «δεν είχε σημειωθεί καμία παρεμβολή». Στη συνέχεια «η Τουρκία διεύρυνε την περίμετρο των δραστηριοτήτων της, διεξάγοντας επανειλημμένως δικές της έρευνες εντός της κυπριακής ΑΟΖ».

Στο άρθρο τα κατεχόμενα της Κύπρου αναφέρονται υπαινικτικά σαν "Βόρεια Κύπρος", σαν να αποτελεί ξεχωριστή πολιτική οντότητα, σε μια εμφανή προσπάθεια του Πιστέλι να φανεί "ουδέτερος" και να προλάβει τουρκικές διαμαρτυρίες.

(η συνέχεια στο slpress.gr)