Ο κόσμος αλλάζει, με πρωτόγνωρη για τους ανθρώπους ταχύτητα, και οι αλλαγές αυτές έχουν πλέον και βαθύτατη γεωπολιτική σημασία. Στο πλαίσιο λοιπόν αυτών των μεγάλων αλλαγών, η σημερινή Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν φιλοδοξεί τόσο να γίνει νεο-οθωμανική αυτοκρατορία, όσο θέλει να καταστεί ο σημαντικότερος συνομιλητής του Ισλάμ με τη Δύση και όχι μόνον. Υπό αυτή την έννοια, οι επίμονες προκλήσεις της Τουρκίας,

στη Μεσόγειο, πέρα από τις διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδος, συνιστούν και επίδειξη δυνάμεως έναντι του ισλαμικού κόσμου. Ο Τούρκος πρόεδρος, με τα επιθετικά και μάγκικα σχόλιά του, θέλει να δείξει ότι αυτός είναι το αφεντικό στη ΝΑ Μεσόγειο και όλους τους άλλους τους έχει γραμμένους…

Βέβαια, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν του έκοψε κάπως τον βήχα, πλην όμως ο Ερντογάν γνωρίζει πολύ καλά ότι στην παρούσα φάση η Γαλλία κάθε άλλο παρά συγκρούσεις θα ήθελε στην περιοχή μας.

Κατά τα άλλα, η Τουρκία έχει αντιληφθεί ότι η τακτική των προκλήσεων ήτοι του bullying που εφαρμόζει έναντι της χώρας μας και της Δύσης, αποδίδει επικοινωνιακά στον χώρο του Ισλάμ που την ενδιαφέρει.

Το ψευδεπίγραφο των λεονταρισμών συνοδεύεται όχι μόνο από προκλητικές δηλώσεις αλλά και από αντιδεοντολογικές ως προς το δίκαιο του πολέμου πρακτικές. Εξ αυτού και η ευκολία με την οποία η Τουρκία μετέρχεται ασύμμετρες απειλές και υβριδικές παραστρατιωτικές επιχειρήσεις, εργαλειοποιώντας το μεταναστευτικό, μισθοδοτώντας ένοπλες εξτρεμιστικές ομάδες, σκηνοθετώντας θερμά επεισόδια, προσβάλλοντας αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών για εμπάργκο όπλων ή/και εισβάλλοντας σε χερσαίες και θαλάσσιες περιοχές γειτονικών χωρών. Στο πλαίσιο αυτών των τουρκικών προκλήσεων, η Τουρκία προσπαθεί να αξιοποιήσει τα οικονομικά και γεωπολιτικά ατού που έχει, πλην όμως δεν είναι βέβαιο ότι οι κινήσεις της θα έχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Από οικονομικής πλευράς, η σύνδεση της Τουρκίας με τις μεγάλες δυτικές χώρες είναι γεγονός. Η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιταλία, οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Ισπανία με συνολικό ποσοστό 32% είναι οι μεγαλύτεροι εμπορικοί εταίροι της, παράλληλα όμως καλύπτουν και το 45% των άμεσων ξένων επενδύσεων που έχουν πραγματοποιηθεί στην Τουρκία.

Ειδικότερα, για παράδειγμα, η Γερμανία, η οποία έχει αναλάβει τον ρόλο του διαμεσολαβητή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις -λόγω και των αυξημένων αρμοδιοτήτων της ως προεδρεύουσα στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης το τρέχον εξάμηνο-, εμφανίζει αυξημένη οικονομική εξάρτηση από την Άγκυρα και συνεπώς δυσκολεύεται ιδιαίτερα να αναλάβει πρωτοβουλίες για δραστικές οικονομικές κυρώσεις. Η Τουρκία αποτελεί επίσης τον μεγαλύτερο αγοραστή γερμανικών οπλικών συστημάτων, απορροφώντας το 1/3 των συνολικών εξαγωγών του Βερολίνου (344 εκατ. ευρώ το 2019). Επιπλέον, η Γερμανία λαμβάνει υπ’ όψιν της το τουρκόφωνο πληθυσμιακό στοιχείο που ζει εντός της χώρας και μπορεί να επηρεάσει τόσο την οικονομία όσο και τις μελλοντικές εκλογικές διαδικασίες. Αναφορικά με τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, όπως επισημαίνει ο κ. Μιχ. Διακαντώνης, οικονομολόγος στην επιθεώρηση Foreign Affairs, «πέραν της προφανούς πρόθεσης των ΗΠΑ να κρατηθεί η Τουρκία εντός της ευρω-ατλαντικής συμμαχίας για γεωπολιτικούς λόγους, αλλά και των προσωπικών δεσμών που φαίνεται να υφίστανται ανάμεσα στις οικογένειες Τραμπ και Ερντογάν, υπάρχει και ένας επιπλέον λόγος δέσμευσης για τον Αμερικανό πρόεδρο: οι κυριότερες εξαγωγές προς την Τουρκία, εκτός των οπλικών συστημάτων, αφορούν κλάδους παραγωγής που σχετίζονται με τις βασικές «δεξαμενές» ψηφοφόρων του (αγροτικά προϊόντα, χάλυβας, σίδηρος, μηχανολογικοί εξοπλισμοί).

Από τα παραπάνω ενδεικτικά παραδείγματα εύκολα κατανοεί κανείς την απροθυμία κάποιων ευρωπαϊκών κρατών και των ΗΠΑ να επιβάλλουν δραστικές οικονομικές κυρώσεις στην Άγκυρα, καθώς αφενός διατηρούν υψηλά επενδυτικά κεφάλαια στην Τουρκία, αφετέρου πολλές από αυτές τις επενδύσεις έχουν πραγματοποιηθεί στον ήδη ασταθή χρηματοπιστωτικό τομέα της χώρας και συνεπώς θα πλήττονταν σοβαρά από την επιβολή τραπεζικών κυρώσεων. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο κατάλογος των πιθανών κυρώσεων που συνέταξε η Ε.Ε. στην πρόσφατη άτυπη σύνοδο, κάνει αναφορά σε απαγόρευση δανεισμού της Τουρκίας από κρατικές και όχι από ιδιωτικές ευρωπαϊκές τράπεζες.

Είναι προφανές, ότι αν η τουρκική οικονομία καταρρεύσει, θα προκληθούν αλυσιδωτά προβλήματα τόσο στις αναδυόμενες αγορές όσο και σε μεγάλες ευρωπαϊκές και αμερικανικές επιχειρήσεις που θα έβλεπαν τις εξαγωγές και τις επενδύσεις τους να ζημιώνονται.

Ένας πρόσθετος λόγος που η Δύση είναι προσεκτική έναντι της Τουρκίας είναι η σχέση των μυστικών υπηρεσιών της τελευταίας με τις αντίστοιχες δυτικές. Μια σχέση όμως που σήμερα παραπαίει. Δεν είναι λίγοι οι παρατηρητές που αναρωτιούνται αν μια Τουρκία που εξισλαμίζεται έχει ακόμα θέση στο δυτικό συμμαχικό πλέγμα. Διότι τελικά με φίλο τον Τούρκο πρόεδρο η Δύση τι να τους κάνει τους εχθρούς;

*(Από τη Ναυτεμπορική)