στην ανάπτυξη της χώρας. Επιπλέον, η εγγενώς περιφερειακή διάσταση αυτών των επενδύσεων μεταφυτεύει ανάπτυξη σε όλη την επικράτεια, με τον τοπικό η υπερτοπικό χαρακτήρα κάθε επένδυσης να δίνει διαφορετικά μεγέθη και δυναμικές.
Η στρατηγική της διατηρήσιμης ανάπτυξης, αποτελεί μονόδρομο για το μέλλον και στηρίζεται αποκλειστικά στο τρίπτυχο περιβάλλον, ενέργεια και υποδομές. Αυτές καλύπτουν μια ευρύτατη περιοχή οικονομικών δραστηριοτήτων γιατί εμπεριέχουν ή διασυνδέονται ισχυρά με τις ψηφιακές τεχνολογίες (π.χ. μέτρηση, έλεγχος), το agrobussiness (π.χ. άρδευση), τις κατασκευές (π.χ. αναβαθμίσεις κτιρίων), τις μεταφορές (π.χ. ηλεκτρικά λεωφορεία και αυτοκίνητα), και τις επικοινωνίες (5G). Πέρα από το γιγαντιαίο αποτύπωμα τους σε άλλους κλάδους, κάθε μια περιοχή υπηρετείται από πολυπληθή οικοσυστήματα εταιρειών, που αν ενισχυθούν οι μεταξύ τους διασυνδέσεις μπορεί να κρυσταλλωθούν σε πραγματικά οικονομικά clusters αναβαθμίζοντας μόνιμα το παραγωγικό σύστημα.
Κεφάλαια για να χρηματοδοτήσουν τέτοιου είδους επενδύσεις υπάρχουν άφθονα και μάλιστα φθηνά. Υπάρχουν κεφάλαια από το δίκτυο πηγών και χρηματοοικονομικών εργαλείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδιωτικά κεφάλαια διαφόρων χαρακτηριστικών που μπορούν να καλύψουν πλήρως τις ανάγκες χρηματοδότησης. Το πρόβλημα για την αρχική προσέλκυση και την πλήρη αξιοποίηση τους είναι η αργή σχεδιοποίηση και προετοιμασία και οι καθυστερήσεις στην εκτέλεση των έργων που σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία φτάνουν κατά μέσο όρο τους 25 μήνες σε κάθε στάδιο.
Ο σχεδιασμός ενός έργου φτάνει μέχρι την συμβασιοποίηση της κατασκευής του. Περιλαμβάνει τον οικονομικό και τεχνικό σχεδιασμό, την κοστολόγηση και την χρηματοδότηση του. Το να είναι ένα έργο χρηματοδοτήσιμο, μερικά ή ολικά, από ιδιωτικό κεφάλαιο είναι σημαντικό γιατί διαμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο θα συμβασιοποιηθεί ως δημόσιο, ιδιωτικό ή μικτό.
Η μετάβαση από την σχεδιοποίηση στην κατασκευή μπορεί να περιέχει και την χρηματοδότηση, ανάλογα με την κατηγορία του έργου (π.χ. παραχώρηση). Η μετάβαση περνά μέσα από μία διαγωνιστική διαδικασία η οποία συνήθως προσθέτει καθυστέρηση, κυρίως λόγω διαδικαστικών εμπλοκών. Η διαχείριση, θεσμικά και εκτελεστικά, αυτής της μετάβασης θα μειώσει τους χρόνους ολοκλήρωσης του έργου και θα βελτιώσει τα πραγματικά οικονομικά χαρακτηριστικά του.
Η κατασκευή απαιτεί παρακολούθηση και αυστηρό project management για την έγκαιρη ολοκλήρωση και την απόδοση του έργου σε χρήση, ώστε να “ρευστοποιηθεί” το όφελος του. Διαφωνίες, προβλήματα και αλλαγές προδιαγραφών οδηγούν πάντοτε σε καθυστερήσεις και υπερβάσεις κόστους που μειώνουν τις αποδόσεις κεφαλαίου και αποθαρρύνουν τους επενδυτές.
Η Ελλάδα πρέπει να πατήσει γερά και να εκμεταλλευτεί πλήρως το τρίπτυχο περιβάλλον, ενέργεια, υποδομές. Θεμελιακή προϋπόθεση είναι ο συμπαγής σχεδιασμός και η προετοιμασία του έργου, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης. Εδώ πρέπει να εστιάσουν όλες οι προσπάθειες. Λύνοντας αυτό το πρόβλημα θα απελευθερώσουν πολλές ροές κεφαλαίων που θα μοχλεύσουν τα χρήματα του Ταμείου Ανάπτυξης και θα ξεκινήσει ένα νέος ενάρετος κύκλος για όλη την οικονομία.
*Λίγα λόγια για τον κ. Κώστα Σ. Μητρόπουλο, Πρόεδρο Διοικητικού Συμβουλίου Attica Bank
Ο Κωνσταντίνος Μητρόπουλος σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο της Αθήνας, με μεταπτυχιακές σπουδές στη Διοίκηση Επιχειρήσεων και Οικονομικών. Απέκτησε ΜΒΑ από το Imperial College και Διδακτορικό τίτλο από το London Business School.
Διαθέτει σημαντική εμπειρία σε θέματα που αφορούν την αναδιάρθρωση και οργάνωση επιχειρήσεων, αποτιμήσεις εταιρειών και ιδιωτικοποιήσεις. Μέχρι τον Ιούλιο του 2011 (όταν ανέλαβε τη διοίκηση του ΤΑΙΠΕΔ) ήταν εκτελεστικός ορόεδρος του Δ.Σ. της Eurobank EFG Equities ΑΕΠΕΥ και επικεφαλής της Global Equity Investment Banking, Brokerage & Private Equity του ομίλου Eurobank EFG.
Είναι ο ιδρυτής και μέχρι το 2008 εκτελεστικός πρόεδρος του Δ.Σ. της KANTOR Σύμβουλοι Επιχειρήσεων Α.Ε., μίας εταιρείας συμβούλων στην Ελλάδα, με γραφεία στο Λονδίνο, τη Βαρσοβία, το Βουκουρέστι και τη Σόφια.
Ξεκίνησε την καριέρα του ως σύμβουλος επιχειρήσεων στην Coopers & Lybrand στη Βρετανία. Εργάστηκε ως σύμβουλος στην Ελλάδα, τη Βρετανία, την κεντρική Ευρώπη και σε χώρες της Αφρικής και της τέως Σοβιετικής Ένωσης στους τομείς της ενέργειας, των μεταφορών, των τηλεπικοινωνιών, των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και της οργάνωσης. Υπήρξε υπεύθυνος για πολλές ιδιωτικοποιήσεις καθώς και εταιρικές αναδιοργανώσεις.
Μέλος διοικητικού συμβουλίου σε αριθμό εταιρειών του Ομίλου EFG
Μέλος του Global Advisory Council του London Business School
Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου των Ελληνικών Χρηματιστηρίων. Διετέλεσε γενικός διευθυντής της PwC Ελλάδος και εντεταλμένος σύμβουλος. Έχει δημοσιεύσει άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά στον τομέα της ενέργειας και στρατηγικής και πολλά άρθρα σε επαγγελματικά περιοδικά και εφημερίδες.