Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία παρά τις διαφωνίες μεγάλου τμήματος των ευρωβουλευτών της ήδη βρίσκεται καθ’ οδόν, εν είδει αυτοεκπληρούμενης προφητείας, να υιοθετήσει ακόμα υψηλότερους στόχους μείωσης των εκπομπών για το 2030 ( κατά 55% σε σχέση με τον υφιστάμενο που είναι 40%) αποβλέποντας, με τη νέα αυτή στόχευση, να υποχρεώσει στην μαζική στροφή στις ΑΠΕ ασχέτως του υψηλού κόστους των συνεπαγόμενων επενδύσεων.
Με το "έτσι θέλω", λοιπόν, μιας οργανωμένης μειοψηφίας (μιλώντας σε παγκόσμιο επίπεδο) που βλέπει μεγάλες επιχειρηματικές ευκαιρίες στην αλλαγή του ενεργειακού παραγωγικού μοντέλου, η πεφωτισμένη Δύση προχωρά στην απαξίωση των υδρογονανθράκων έχοντας φροντίσει πρώτα να τους δαιμονοποιήσει απόλυτα προβάλλοντάς τους ως την μοναδική αιτία για την "δήθεν" αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη. Μπορεί, πράγματι, οι ανθρωπογενείς εκπομπές να συμβάλλουν στην αύξηση της θερμοκρασίας αλλά δεν αποτελούν την μοναδική ή την μεγαλύτερη αιτία.
Και ενώ η μετάβαση σε καθαρές πηγές ενέργειας αποτελεί αναμφίβολα επιτακτική ανάγκη και είναι απόλυτα επιθυμητή, κυρίως για λόγους μείωσης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, αυτή δεν μπορεί να γίνει υπό το κράτος μιας οικολογικής τρομοκρατίας και τελείως αυθαίρετων και εν πολλοίς ανέφικτων στόχων. Θα πρέπει, επιτέλους, να γίνει αντιληπτό ότι η "Ενεργειακή Μετάβαση" θα είναι μια μάλλον κοπιώδης και μακρόσυρτη διαδικασία όπου πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακας θα διατηρήσουν για πολλά χρόνια ακόμα την συμμετοχή τους στο ενεργειακό μίγμα. Με κάθε ένα από αυτά τα καύσιμα να έχει ένα πολύ συγκεκριμένο λόγο να διαδραματίσει τόσο στις μεταφορές και στην ηλεκτροπαραγωγή όσο και στην βιομηχανία, που αποτελούν τρεις βασικές κατηγορίες εκπομπών.
Στη περίπτωση δε του φυσικού που αφορά άμεσα την Ελλάδα, αφ’ ης στιγμής αποφασίστηκε η εγκατάλειψη του εγχώριου λιγνίτη, αυτός υποχρεωτικά θα αποτελέσει το κατ’ εξοχήν καύσιμο, απαραίτητο για την εξασφάλιση φορτίων βάσης στην ηλεκτροπαραγωγή. Με την Ελλάδα να αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο εξ Ανατολών και όλους τους χερσαίους αγωγούς να διέρχονται μέσω Τουρκίας, είναι ηλίου φαεινότερο ότι η χώρα θα πρέπει να αναπτύξει το συντομότερον δυνατόν τις δικές της, εγχώριες, πηγές φυσικού αερίου. Υπό αυτή την έννοια μόνο ξεπερασμένα καύσιμα δεν μπορεί να θεωρούνται πετρέλαιο και φ. αέριο.
Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι για τον υπόλοιπο κόσμο, εκτός Ευρώπης, τα ορυκτά καύσιμα αποτελούν και θα εξακολουθήσουν να αποτελούν για πολλά χρόνια την κινητήριο δύναμη της ενεργειακής οικονομίας των. Με τις περισσότερες προβλέψεις διεθνών οργανισμών (ΙΕΑ, OPEC, EIA) και μεγάλων ενεργειακών εταιρειών (BP, Shell) να προβλέπουν ότι παρά την μεγάλη διείσδυση κυρίως των ΑΠΕ και εν μέρει του υδρογόνου, μέχρι το 2050 περισσότερο του 60% των συνολικών ενεργειακών αναγκών του πλανήτη θα καλύπτεται από ένα συνδυασμό ορυκτών καυσίμων. Εύλογα τίθεται το ερώτημα για το ποσό ξεπερασμένα μπορεί να θεωρούνται σήμερα τα ορυκτά καύσιμα.