στις αρχές του μηνός για περιορισμένη αύξηση της παραγωγής από τις αρχές Ιανουαρίου, δημιούργησαν, ως αναμένετο, κύμα ευφορίας
στις αγορές με εμφανή την ανάκαμψη της αξίας των μετοχών πολλών πετρελαϊκών και την άνοδο των τιμών του αργού. Έχοντας ξεφύγει από την μιζέρια της ζώνης των $40-$45 το βαρέλι, όπου κινείτο το Brent όλο το διάστημα μεταξύ Ιουνίου και μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου, με τις τιμές να εκτοξεύονται κυριολεκτικά στα $52,50 κατά την ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου (21/12), σήμερα το πρωί κινούντο καθοδικά στα $49,28 το βαρέλι για το Brent στο ICE του Λονδίνου και στα $46,26 το βαρέλι για το WTI, με το καλάθι του OPEC να κρατιέται στα $50,78. Άγνωστο εάν και κατά πόσο θα διατηρηθεί η πτωτική πορεία έως το τέλος του έτους. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, οι πιέσεις που δέχονται οι τιμές του αργού από τις αρχές της εβδομάδας έχουν να κάνουν με τα κακά μαντάτα από το μέτωπο της πανδημίας, όπου η εμφάνιση ενός μεταλλαγμένου κορωνοϊού στην Ευρώπη έχει επιφέρει τεράστια αναστάτωση με τις περισσότερες χώρες να κλείνουν τα σύνορά τους στην διακίνηση προϊόντων, δημιουργώντας σκηνές απόλυτου χάους.
Με τις αεροπορικές μεταφορές να παραμένουν στο ναδίρ, αλλά και τις οδικές μετακινήσεις να είναι αισθητά μειωμένες κατά την διάρκεια των εορτών, συνέπεια των περιορισμών λόγω του κορωνοϊού, και στις δυο όχθες του Ατλαντικού οι προοπτικές ριζικής ανάκαμψης της αγοράς υγρών καυσίμων κατα τις επόμενες εβδομάδες εμφανίζονται περιορισμένες. Για αυτό και οι επικρατούσες από εχθές το απόγευμα καθοδικές τάσεις. Ως επιβεβαίωση για την μείωση της κατανάλωσης τις τελευταίες ημέρες ήρθε και η έκθεση του American Petroleum Institute (API) για αύξηση των Αμερικανικών αποθεμάτων κατά 1,0 εκατ. βαρέλια, με αυτά να διαμορφώνονται στα 61,1 εκατ. βαρ., δηλ. στα επίπεδα του περασμένου Απριλίου.
Όμως, παρά την σημερινή λίαν ασταθή και αβέβαιη κατάσταση σε Ευρώπη και ΗΠΑ, οι διεθνείς προοπτικές για την αγορά του αργού και των προϊόντων μεσομακροπρόθεσμα μπορεί να θεωρηθούν θετικές για δυο βασικούς λόγους. Πρώτον, σε διεθνές επίπεδο, παρατηρείται μια σταθερή ανάκαμψη της ζήτησης με βασικό οδηγό (driver) τις αγορές της Ασίας, οι οικονομίες των οποίων, με προεξέχουσα την Κίνα, έχουν επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και η δίψα τους για πετρέλαιο και φυσικό αέριο παραμένει ακόρεστη. Δεύτερον, και μάλλον ως επιβεβαίωση της πρώτης παρατήρησης, παρατηρούμε μια σταθερή μείωση των διεθνών αποθεμάτων.
Όπως μας πληροφορεί ο ΙΕΑ στο τελευταίο Oil Monthly Report (15/12) τον περασμένο Οκτώβριο, τα συνολικά αποθέματα των χωρών του ΟΟΣΑ βαίνουν μειούμενα από τον περασμένο Ιούλιο (βλέπε γράφημα), με την πτώση του μηνός Οκτωβρίου κατά 55,3 εκατ. βαρέλια να είναι ιδαίτερα αισθητή, οδηγώντας τα συνολικά αποθέματα στο επίπεδο των 3129 εκατ. βαρελιών. Μία τάση που, όπως παρατηρούν γνωστοί αναλυτές, φαίνεται ότι θα συνεχιστεί μέσα στους επόμενους μήνες, επαναφέροντας μια σχετική ισορροπία στην αγορά.
Ας ελπίσουμε ότι η χρονιά που σύντομα θα αφήσουμε πίσω μας δεν θα επαναληφθεί σύντομα, με την αγορά πετρελαίου σε διεθνές επίπεδο να καταγράφει σοβαρές απώλειες και τις εταιρείες να κλείνουν τους ισολογισμούς τους με μεγάλες ζημιές, λόγω της απρόβλεπτης πανδημίας και των ακόμα πλέον απρόβλεπτων επιπτώσεων στην ζήτηση και στις τιμές. Με την μέση τιμή του Brent να εκτιμάται ότι θα κλείσει στα $41,50 το βαρέλι, αυτή θα είναι η χαμηλότερη των τελευταίων 15 ετών. Με όλα αυτά να συνθέτουν ένα πολύ αρνητικό περιβάλλον που έδωσε τροφή σε κάθε δυσαρεστημένο γραφειοκράτη, πικραμένο περιβαντολλόγο και "αγανακτισμένο" πράσινο ακτιβιστή να ονειρεύεται το τέλος των υδρογονανθράκων ήδη από το 2021. Ένα όνειρο που μάλλον δεν θα πραγματοποιηθεί.
Η Ελληνική αγορά καυσίμων
Μια προσγείωση στην Ελληνική πραγματικότητα κρίνεται απαραίτητη, καθώς μετρούμε τις ημέρες για το τέλος του έτους. Βασικό χαρακτηριστικό και εδώ είναι η πολύ μεγάλη πτώση της ζήτησης. Σύμφωνα με στελέχη της εγχώριας αγοράς πετρελαιοειδών, ο Δεκέμβριος αναμένεται να είναι με μεγάλη διαφορά ο χειρότερος μήνας του 2020, καθώς οι πωλήσεις των βενζινών εκτιμάται ότι θα κινηθούν πτωτικά κατά 40%, του πετρελαίου κίνησης κατά 15%, ενώ το πετρέλαιο θέρμανσης θα έχει μειωμένη ζήτηση κατά 50%, σε σχέση με πέρυσι. Συνολικά, ο Δεκέμβριος εκτιμάται ότι θα κλείσει με απώλειες της τάξεως του 40%. Αυτή η μείωση στην κατανάλωση είχε άμεσες και αρνητικές επιπτώσεις στα οικονομικά αποτελέσματα των δυο μεγάλων διυλιστικών ομίλων της χώρας, ΕΛΠΕ και Μοτοροιλ, αλλά και των εταιρειών εμπορίας.
Όσον αφορά την διαμόρφωση της τιμής των υγρών καυσίμων στην Ελλάδα, η μέση τιμή λιανικής της απλής αμόλυβδης βενζίνης 95 οκτανίων στις 21 Δεκεμβρίου του 2020 διαμορφώθηκε στα €1,432 ανά λίτρο, σημειώνοντας μία άνοδο της τάξεως του 1.13% σε μηνιαία βάση, αλλά καταγράφοντας μία πτώση 10% σε σύγκριση με τα €1,592 ανά λίτρο στις 21 Δεκεμβρίου του 2019, σύμφωνα με στοιχεία του Παρατηρητηρίου Τιμών Υγρών Καυσίμων του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων.
Αντίστοιχα, η μέση τιμή λιανικής του πετρελαίου κίνησης στις 21 Δεκεμβρίου του 2020 διαμορφώθηκε στα €1,160 ανά λίτρο, σημειώνοντας μία άνοδο της τάξεως του 2.56% σε μηνιαία βάση, αλλά καταγράφοντας μία πτώση 16% σε σύγκριση με τα €1,387 ανά λίτρο στις 21 Δεκεμβρίου του 2019.
Ενδεικτικά, σε σύγκριση με επιλεγμένες χώρες της ΝΑ Ευρώπης και σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα διαθέτει την υψηλότερη τιμή στα προαναφερθέντα υγρά καύσιμα για την περίοδο 16 Δεκεμβρίου 2019 – 14 Δεκεμβρίου 2020, όπως απεικονίζεται στα ακόλουθα διαγράμματα.