της Κομισιόν την εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα (στις 16/12) βάσει της οποίας δεν πρόκειται να χρηματοδοτηθούν έργα υποδομών φ. αερίου στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες από το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης (Just Transition Fund).
Εάν σε αυτή την άκαιρη, λόγω εορτών, και τελείως αψυχολόγητη απόφαση (γιατί με ποιο τρόπο, άραγε, χωρίς φ. αέριο θα προχωρήσεις στην ενεργειακή μετάβαση;) προσθέσεις και την ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΙΒ) τον Νοέμβριο του 2019, ότι σταματά την χρηματοδότηση όλων των έργων φυσικού αερίου από το 2021 (ελέω Κλιματικής Αλλαγής), ευρισκόμεθα απέναντι στον απόλυτο παραλογισμό ενεργειακής πολιτικής. Ας μην εκπλήσσονται, λοιπόν, οι Ευρωπαίοι «ηγέτες» για το διογκούμενο κλίμα προβληματισμού και αμφισβήτησης έναντι της ΕΕ και τάσεις απόσχισης που εκδηλώνεται τελευταία στις περισσότερες χώρες.
Ομιλούμε δε περί παραλογισμού γιατί από την μια πλευρά το Ευρωκομισιαράτο πιέζει τις χώρες μέλη να απανθρακοποιήσουν το ενεργειακό τους σύστημα και από την άλλη αρνείται στην πράξη να χρηματοδοτήσει τα απαραίτητα μέσα με το να έχει βγάλει το φυσικό αέριο έξω από την εξίσωση. Γιατί εάν υποθέσουμε ότι η ΕΕ επείγεται να μειώσει τις «βλαπτικές» εκπομπές, τότε γιατί δεν μπορεί να υιοθετηθεί το φυσικό αέριο (στην ηλεκτροπαραγωγή, στην βιομηχανια και στα κτίρια όπου έχει διαπιστωμένα 50% και βάλε λιγότερους ρύπους) ως το προτιμητέο καύσιμο; Και ας μην ξεχνάμε ότι το φ. αέριο μέχρι πρότινος αναγνωρίζετο και προωθείτο από ΕΕ και ΙΕΑ ως το προτιμητέο και ενδιάμεσο καύσιμο στον δρόμο προς την «Ενεργειακή Μετάβαση» (fuel of choise και άλλα παραμύθια)
Με τους Καλβινιστές γραφειοκράτες των Βρυξελλών να απαντούν ότι η απανθρακοποίηση θα πρέπει να γίνει αποκλειστικά μέσω της ευρείας εισαγωγής ΑΠΕ, εφαρμογών ενεργειακής αποδοτικότητας και χρήσης υδρογόνου. Χωρίς να υπολογίζουν, ασφαλώς, ότι η εφαρμογή αυτών των τεχνολογιών θα απαιτήσει ένα εύλογο χρονικό διάστημα, τουλάχιστον μερικών ετών, ενώ το κλείσιμο των λιγνιτικών σταθμών πραγματοποιείται τώρα, δηλαδή εντός του 2021 και 2022. Και άρα τίθεται θέμα ενεργειακής και οικονομικής μετάβασης που η «άνευ φυσικού αερίου» επιδιωκόμενη πολιτική δεν εξυπηρετεί.
Το ουσιώδες ερώτημα είναι τι πραγματικά μεσολάβησε και οι εγκέφαλοι των Βρυξελλών αποφάσισαν αίφνης να εξοβελίσουν το φυσικό αέριο και να κηρύξουν σφοδρό πόλεμο σε όλα ανεξαιρέτως τα ορυκτά καύσιμα αλλά και στην πυρηνική ενέργεια, που ως γνωστό παράγει ηλεκτρισμό με μηδενικούς ρύπους; Κάτι πολύ παράξενο και σκιώδες συμβαίνει γιατί οι εκπομπές της ΕΕ δεν έχουν αυξηθεί καθόλου τα τελευταία 2 χρόνια (απεναντίας μειώνονται σταθερά την τελευταία δεκαετία), ενώ ούτε η μέση θερμοκρασία του πλανήτη αυξάνεται τα τελευταία πέντε και κάτι χρόνια.
«Money talks», και είναι ο λόγος για τον πόλεμο που έχει αίφνης ξεσπάσει κατά του φ. αερίου και όχι μόνο. Το πράσινο λόμπι, πρωτίστως των Βρυξελλών και δευτερευόντως των ΗΠΑ, έχει τον λόγο, επιδιώκοντας με διάφορες πρωτοβουλίες και βάσει ενός καλά οργανωμένου και χρηματοδοτούμενου σχεδίου την απόλυτη επικράτηση των ΑΠΕ μέσα σε μια δεκαετία. Με τις ΑΠΕ να υποβοηθούνται με λίγο υδρογόνο και αποθήκευση σε μπαταρίες, στοχεύοντας στον πλήρη εξοβελισμό των ορυκτών καυσίμων και της ανταγωνιστικής πυρηνικής ενέργειας. Με άλλα λόγια επιδιώκεται η πλήρης ανατροπή του ισχύοντος σήμερα ενεργειακού συστήματος, και μόνιμη αλλαγή του ενεργειακού μίγματος, στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και αργότερα στις ΗΠΑ. Η φόρμουλα του 80/20 (δηλ. 80% ΑΠΕ και 20% όλες οι άλλες μορφές ενέργειας), βάσει συγκλινουσών πληροφοριών, φαίνεται ότι καθοδηγεί τις εξελίξεις με στόχο τον πλήρη μετασχηματισμό του ενεργειακού μίγματος μέχρι το 2030.
Σε πρακτικό επίπεδο και σε ό, τι αφορά τις πόλεις και τα χωριά στις λιγνιτικές περιοχές που πλήττονται από την εγκατάλειψη του λιγνίτη ως βασικού καύσιμου στην ηλεκτροπαραγωγή, η αδυναμία επέκτασης του δικτύου (-ων) φυσικού αερίου (αφού στερούν στις ΕΔΑ την πρόσβαση σε φθηνή χρηματοδότηση) θα δημιουργήσει ένα δυσαναπλήρωτο κενό σε ότι αφορά την ενεργειακή τους επιβίωση.
Αφού οι τοπικές κοινότητες θα πρέπει τώρα να ξεχάσουν τις υποσχέσεις των ημετέρων περί φθηνής οικιακής θέρμανσης και τηλεθέρμανσης και οι αγρότες την «συμπαραγωγή» που θα τους προσέφερε μια μοναδική ευκαιρεία ανάπτυξης εντατικών καλλιεργειών και αναβάθμισης της παραγωγικής τους υποδομής.
Γι’ αυτό τόσο οι εν λόγω κοινότητες όσο και οι εταιρείες φ. αερίου νιώθουν κυριολεκτικά «ξεκρέμαστες», για να μην πούμε προδομένες, από τις ατυχείς και ατελέσφορες αποφάσεις των μανδαρίνων των Βρυξελλών. Έκπληξη (αν και δεν θα έπρεπε) αποτελεί η αβελτηρία της δίκης μας κυβέρνησης να ορθώσει έστω ένα ψήγμα αντίδρασης και αντίστασης στον ευρωπαϊκό «κλιματικό» οδοστρωτήρα.