προωθεί σχέδιο για 100% καθαρή ενέργεια και μηδενικές εκπομπές έως το 2050. Στη Γερμανία ένας νέος νόμος πλαίσιο για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) τίθεται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου με στόχο 65% πράσινης ενέργειας έως το 2030 και κλιματική ουδετερότητα έως το 2050. Και δεν είναι μόνον οι κυβερνήσεις που παίρνουν πράσινη στροφή. Είναι επίσης κορυφαία θεσμικά όργανα αλλά και, μεγάλες ή και μικρές, επιχειρήσεις που έχουν αποφασίσει να ακολουθήσουν ένα πλάνο μετάβασης σε ένα πιο βιώσιμο μέλλον. «Κλειδί» η ταχύτητα των επενδύσεων, η ενίσχυση της αυτοκατανάλωσης ενέργειας και της ψηφιοποίησης, οι αλλαγές στο σύστημα ενισχύσεων της πράσινης ενέργειας.
Στην Ελλάδα, ο επιτυχημένος κύκλος αιτήσεων που άνοιξε το Δεκέμβριο η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) για έκδοση Βεβαίωσης Παραγωγού (με 1.864 αιτήσεις συνολικής ισχύος 45,55 GW) καταδεικνύει το ενεργό ενδιαφέρον της αγοράς. Αυτό διαφαίνεται και από το γεγονός ότι το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) έχει γίνει αποδέκτης επενδυτικών προτάσεων για δανειοδοτήσεις της τάξης των 10 δισεκ. ευρώ από το σχετικό σκέλος του Ταμείου Ανάκαμψης. Ένα μεγάλο ποσοστό αυτών αφορά σε ιδιωτικές επενδύσεις ΑΠΕ με επίκεντρο καινοτόμες τεχνολογίες, όπως υβριδικές μονάδες και μονάδες αποθήκευσης ενέργειας.
Η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί ότι, για τις συγκεκριμένες τεχνολογίες θα δημιουργηθεί το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο εντός του 2021 ενώ θα προωθήσει και ρυθμίσεις για απλοποίηση της Β΄ φάσης αδειοδότησης εντός του πρώτου τριμήνου του νέου έτους. Παραμονές Χριστουγέννων, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας με απόφασή του (ΦΕΚΒ/5693.23.12.2020) τροποποίησε το πλαίσιο προτεραιοτήτων για τη χορήγηση οριστικών προσφορών σύνδεσης για σταθμούς ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ από τον Διαχειριστή του Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΔΔΗΕ) όπως είχε θεσπιστεί ήδη από τον περασμένο Μάρτιο (ΦΕΚ Β/940/20.03.2020) αλλά δεν είχε εξειδικευθεί.
Επίσης, προσφάτως ανακοινώθηκε από τη ΡΑΕ νέα ανταγωνιστική διαδικασία, ισχύος 350 MW, με καταληκτική ημερομηνία υποβολής αιτήσεων την 22η Μαρτίου 2021, με μειωμένη τιμή εκκίνησης που έχει οριστεί στα 53,86 ευρώ/MWh (από 56 ευρώ/MWh) και με αύξηση στο απαιτούμενο επίπεδο ανταγωνισμού από 40% στο 100%, με στόχο την πίεση των τιμών. Παράλληλα, αναμένεται και η διοργάνωση του πρώτου διαγωνισμού υπό το νέο πλαίσιο, που ήδη κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή και βρίσκεται σε πορεία έγκρισης. Είναι αξιοσημείωτο ότι, σύμφωνα με τη ΡΑΕ, ήδη βρίσκονται στο στάδιο υλοποίησης συνολικά 2,7 GW έργων ΑΠΕ μέσω διαγωνισμών.
Ο πήχης για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ελλάδα έως το 2030 έχει τεθεί από το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα και είναι υψηλός:
- Μερίδιο ΑΠΕ στην Ακαθάριστη Τελική Κατανάλωση Ηλεκτρικής Ενέργειας 61%
- Μερίδιο Λιγνίτη στην Ηλεκτροπαραγωγή 0%
- Μερίδιο ορυκτού αερίου: 29,3%
- Εισαγωγές: 7,3%
- Πετρέλαιο: 1,3%
- Ιδιοκατανάλωση: 1,1%
Αλλά ακόμη και σήμερα, που το ποσοστό των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα είναι ακόμη σχετικά χαμηλό, υπάρχουν μέρες που πρωταγωνιστούν, όπως την περασμένη Τρίτη οπότε η συμμετοχή της αιολικής ενέργειας στην ηλεκτροπαραγωγή στην Ελλάδα έφτασε το 46%, με την Ελλάδα να περνά στην πρώτη θέση στη λίστα της ΕΕ, με 2η την Ισπανία με 44% και 3η την Πορτογαλία με 36%.
Πάντως, σύμφωνα με τη μελέτη του εργαστηρίου του κ. Παντελή Κάπρου στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, για να είναι συμβατή η Ελλάδα με τον νέο ευρωπαϊκό κλιματικό στόχο του 2030 (για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990), οι ΑΠΕ πρέπει να έχουν σε μια δεκαετία μερίδιο στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας που να κυμαίνεται (ανάλογα με το σενάριο) μεταξύ 83% και 88%.
Ο ρόλος της αποθήκευσης
Όσο όμως αυξάνονται τα μερίδια των ΑΠΕ, αυξάνεται και η ανάγκη για αποθήκευση ενέργειας, ώστε να υπάρχει εξισορρόπηση μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησής της. Για τον λόγο αυτό οι τεχνολογίες αποθήκευσης έχουν αποκτήσει κεντρική θέση τόσο στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα με ορίζοντα το 2030 όσο και στη Μακροχρόνια Στρατηγική της Ελλάδας για το 2050. Σύμφωνα με τη νέα έκθεση του «Green Tank» με τίτλο «Τεχνολογίες Αποθήκευσης Ενέργειας: Προκλήσεις και Προοπτικές» η αντλησιοταμίευση αποτελεί σήμερα την κυρίαρχη τεχνολογία αποθήκευσης παγκοσμίως. «Τα κυριότερα πλεονεκτήματά της είναι η τεχνολογική ωριμότητα, η ταχεία απόκριση και οι αρκετά υψηλοί βαθμοί απόδοσης. Ωστόσο, είναι δύσκολη και χρονοβόρος η εύρεση και η κατασκευή των δύο ταμιευτήρων που απαιτούνται σε συστήματα αντλησιοταμίευσης, ενώ παράλληλα συνοδεύεται από σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, όπως παρεμβάσεις σε ενδιαιτήματα ειδών – ειδικά υδάτινων οικοσυστημάτων, η αποψίλωση δασών και η αφαίρεση μεγάλης ποσότητας βλάστησης πριν την πλήρωση των ταμιευτήρων», σημειώνουν οι μελετητές.
Τα συστήματα αποθήκευσης με μπαταρίες, σύμφωνα με τη μελέτη του «Green Tank», έχουν ταχύτατες αποκρίσεις, μικρότερους χρόνους εγκατάστασης και μεγαλύτερους βαθμούς απόδοσης από την αντλησιοταμίευση, ενώ είναι σε θέση να προσφέρουν πληθώρα ενεργειακών υπηρεσιών. Η πρόοδος αυτών των τεχνολογιών και η αυξημένη ζήτηση έχουν οδηγήσει σε εντυπωσιακή μείωση του κόστους τους (87% τη δεκαετία 2010-2019) με προοπτικές περαιτέρω μείωσης στα 61 $/KWh ως το 2030. Ωστόσο, μειονεκτήματα των μπαταριών είναι ο μικρός συγκριτικά χρόνος ζωής, η ευαισθησία, ζητήματα ασφάλειας, η πεπερασμένη διαθεσιμότητα πρώτων υλών για την κατασκευή τους και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της απόρριψής τους, που επιβάλλουν την ανάπτυξη σχετικών συστημάτων ανακύκλωσης.
Η έκθεση του «Green Tank» επισημαίνει και το μεγάλο πλεονέκτημα μετατροπών λιγνιτικών μονάδων σε μονάδες θερμικής αποθήκευσης που είναι η αξιοποίηση των υπό απόσυρση μονάδων και των εκτεταμένων συνοδευτικών υποδομών τους διατηρώντας έτσι θέσεις εργασίας στη λιγνιτική βιομηχανία. «Επιπλέον, το μέσο θερμικής αποθήκευσης (τηγμένα άλατα ή ηφαιστειακές πέτρες) είναι χαμηλού κόστους και υψηλής ανθεκτικότητας, ενώ οι χρόνοι εγκατάστασης είναι της τάξης των 18 μηνών. Ωστόσο, ο συνδυασμός των τεχνολογιών θερμικής αποθήκευσης με λιγνιτικές μονάδες είναι καινούργιος, γεγονός που συνοδεύεται από διάφορες τεχνικές προκλήσεις, και ο συνολικός βαθμός απόδοσης τέτοιων συστημάτων είναι της τάξης του 40%-45%, σαφώς χαμηλότερος αυτού της αντλησιοταμίευσης και των μπαταριών», αναφέρεται στην έκθεση.
«Ο νέος κλιματικός στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλει τη δραστική μείωση της χρήσης όλων των ορυκτών καυσίμων και την αυξημένη συμμετοχή των ΑΠΕ, για την οποία είναι απαραίτητη η ανάπτυξη υποδομών αποθήκευσης ενέργειας αξιοποιώντας ποικιλία τεχνολογιών», αναφέρει ο αναλυτής πολιτικής του GreenTank κ. Νίκος Μάντζαρης. Και προσθέτει: «Η νέα αυτή πραγματικότητα πρέπει να μεταφραστεί σε σημαντικά πιο ενισχυμένους στόχους ΑΠΕ και αποθήκευσης ενέργειας στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, η αναθεώρηση του οποίου πρέπει να ξεκινήσει άμεσα, όπως άλλωστε και η κατάρτιση του θεσμικού πλαισίου για την αποθήκευση ενέργειας».