αποβλέποντας πλέον στην αποκατάσταση της οικονομικής δραστηριότητας στο Β εξάμηνο του έτους, βοηθούντος και του αναμενόμενου τουριστικού ρεύματος του καλοκαιριού. Όπου όμως και εδώ θα πρέπει να κρατάμε μικρό καλάθι αφού οι εκτιμήσεις τοποθετούν τις επισκέψεις στο 50% του επιπέδου του 2019 στην καλύτερη περίπτωση.
Με τον τουρισμό ως βασική οικονομική δραστηριότητα από την οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η οικονομία της χώρας να αποδεικνύεται για μια ακόμα φορά ως ένας πολύ ευάλωτος τομέας που εύκολα πλήττεται από θεομηνίες, γεωπολιτικές ανωμαλίες και αρρώστιες. Όπως έχουμε εξ άλλου επισημάνει μέσα από την στήλη, και μάλιστα σε ανύποπτο χρόνο, η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού υποκρύπτει τεράστιους κινδύνους για μια βιώσιμη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Σε αντίθεση με άλλους τομείς όπως η Γεωργία, η βιομηχανία, οι κατασκευές,η ναυτιλία και η ενέργεια που παρουσιάζουν μεγάλη ανθεκτικότητα στην παρουσία αντίξοων συνθηκών.
Η επιστροφή σε μια ισοσκελισμένη και υψηλόρυθμη οικονομική ανάπτυξη θα αποτελέσει το μεγάλο διακύβευμα στην μετά κορωνοϊό εποχή και μονόδρομο για στην πορεία για την ανάκαμψη της οικονομίας. Με το δημόσιο χρέος να έχει σήμερα εκτοξευθεί στο πρωτόγνωρο 208,9% του ΑΕΠ, το υψηλότερο στην ΕU 27, και παρά το γεγονός ότι (λόγω των ειδικών χρηματοοικονομικών συνθηκών που επικράτησαν συνέπεια της πανδημίας σε όλες της χώρες) το προφίλ του και οι όροι εξόφλησης του είναι ευνοϊκοί και δεν εμπεριέχουν κινδύνους δημοσιοοικονομικού εκτροχιασμού, η Ελλάδα θα πρέπει να αποδυθεί σε αγώνα ταχύτητας για να μπορέσει μέχρι το 2025 το ενωρίτερο να έχει επιτύχει μια ισορροπία στα οικονομικά της.
Ο ενεργειακός τομέας παρά το γεγονός ότι αντιστοιχεί μόλις στο 4,0 % περίπου του ΑΕΠ αναμφίβολα παίζει έναν πλέον ουσιαστικό ρόλο στην οικονομική δραστηριότητα και αποτελεί μοναδικό κρίκο στην παραγωγική αλυσίδα. Με το ενεργειακό κόστος να έχει αναδειχθεί σε καθοριστικό παράγοντα για πλήθος δραστηριοτήτων και διεργασιών. Εάν μάλιστα λάβουμε υπ´ όψη την μεγάλη έμφαση που δίδεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο του σχεδίου ανάκαμψης, όπου σχεδόν το 50% των προβλεπόμενων κονδυλίων θα πρέπει να απορροφηθούν από έργα και δράσεις που έχουν σχέση με την ενέργεια, στο πλαίσιο της Ενεργειακής Μετάβασης σε ένα περιβάλλον καθαρής ενέργειας, τότε ο κεντρικός ρόλος που θα διαδραματίσει η ενέργεια στο νέο οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον γίνεται απόλυτα σαφής.
Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι σε σύγκριση με άλλους κλάδους της οικονομίας, ο ενεργειακός τομέας την τρέχουσα περίοδο εμφανίζεται με ένα από τα μεγαλύτερα, εάν όχι το μεγαλύτερο, δυναμικό επενδύσεων. Όπως προβλέπει το ΙΕΝΕ στην πρόσφατη Ετήσια Έκθεση του 2020 για τον Ελληνικό Ενεργειακό Τομέα οι προβλεπόμενες συνολικές επενδύσεις στους διάφορους επιμέρους υπό τομείς ( βλέπε Ενεργειακή Αποδοτικότητα, ΑΠΕ, φυσικό αέριο, ηλεκτρικά δίκτυα, θερμική ηλεκτροπαραγωγή, έρευνα και παραγωγή υδρογονανθράκων) υπολογίζεται ότι θα φθάσουν τα € 45 δισ. μέχρι το 2030. Εάν μάλιστα λάβουμε υπ´ όψη το πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά και αιολικά πάρκα, όπως αυτό εκφράστηκε στους τελευταίους γύρους της ΡΑΕ - ξεπερνά τα 54 GW η συνολική εγκατεστημένη ισχύς των έργων που έχουν υποβληθεί για αδειοδότηση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα πραγματοποιηθούν όλα αυτά- τότε είναι πολύ πιθανό οι προβλεπόμενες επενδύσεις να φθάσουν ακόμα και τα € 55 δισ., ή και τα € 60 δισ. μέχρι το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας.
Τα ανωτέρω στοιχεία είναι λίαν αποκαλυπτικά ως προς τα οικονομικά μεγέθη που εμπλέκονται κατά την περίοδο της Ενεργειακής Μετάβασης της χώρας που είναι ήδη σε εξέλιξη και αποβλέπει στην σταδιακή αλλαγή του ενεργειακού μίγματος με αυτό διαφοροποιείται σημαντικά τα επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με το ΕΣΕΚ το 2030 οι ΑΠΕ θα κυριαρχούν καλύπτοντας σχεδόν το 60% της τελικής ενεργειακής κατανάλωσης με το υπόλοιπο να προέρχεται από πετρέλαιο, φυσικό αέριο και εισαγωγές ηλεκτρισμού. Δηλαδή ομιλούμε για μια πλήρη αναστροφή του σημερινού μοντέλου. Ο σημαντικός και μοναδικός αυτός μετασχηματισμός προσφέρει επιπλέον μια μοναδική ευκαιρία στην Ελλάδα ώστε από καταναλωτής και αγοραστής ενεργειακών υπηρεσιών και προϊόντων να γίνει παραγωγός και εξαγωγέας, αρκεί ένα μικρό μέρος του αναμενόμενου τζίρου (turnover) να επενδυθεί σε παραγωγικές δραστηριότητες. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει η εθνική οικονομία να επωφεληθεί ουσιαστικά και σε μακροχρόνια βάση από τα τεράστια κεφάλαια που πρόκειται εισρεύσουν το επόμενο διάστημα και προορίζονται για την υλοποίηση μιας μεγάλης ποικιλίας ενεργειακών έργων.
Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι υπάρχει πλέον μια κοσμογονία στον Ελληνικό ενεργειακό τομέα με εκατοντάδες επενδυτικά σχέδια σε εξέλιξη για μεσαίου και μεγάλου μεγέθους μονάδες για μια ευρεία γκάμα εφαρμογών που πέρα από τα αιολικά και φωτοβολταϊκά περιλαμβάνουν μικρά υδροηλεκτρικά, γεωθερμία, βιομάζα, βιοκαύσιμα, δίκτυα ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, υδρογόνο, μονάδες αποθήκευσης ενέργειας, συστήματα εξοικονόμησης ενέργειας στα κτίρια και την βιομηχανία κλπ. Με την ενέργεια και τις διάφορες εκφάνσεις της και τις χιλιάδες εφαρμογές της να αναδεικνύεται σιωπηλά και σταθερά ως μια από τις βασικές δυνάμεις που θα καθοδηγούν εφεξής την οικονομική ανάπτυξη σε παγκόσμιο επίπεδο και ασφαλώς και στην Ελλάδα.
Για αυτό και η σημερινή ευνοϊκή συγκυρία, παρά το βαρύ κλίμα που έχει δημιουργήσει η πανδημία, αποτελεί μοναδική ευκαιρία για την παραδοσιακά μεταπρατική Ελλάδα να συνέλθει από τις συνήθειες των τελευταίων 150 και κάτι ετών και να τολμήσει να επενδύσει στην παραγωγή και τις εξαγωγές με τον ενεργειακό τομέα να αποτελεί την ραχοκοκαλιά μιας τέτοιας προσπάθειας. Με την επιτυχία ή όχι της Ελλάδας να κρίνεται από τον βαθμό που θα ενταχθεί στην βιομηχανική αλυσίδα της περιοχής και ακολούθως στην περιφερειακή αρχιτεκτονική της οικονομίας και του εμπορίου.