Η συμμετοχή και οι τοποθετήσεις των τριών δημάρχων των πληττόμενων περιοχών ( Δήμοι Εορδαίας, Κοζάνης και Μεγαλόπολης) υπήρξαν λίαν διαφωτιστικές με κοινή γραμμή ότι η κυβέρνηση επιδιώκοντας μια βίαια απολιγνιτοποίηση μέσα σε στενά χρονικά περιθώρια και χωρίς προηγούμενη διαβούλευση σε τοπικό επίπεδο είναι σαν να "βάζει το κάρο μπροστά από το άλογο". Με την κυβέρνηση να απαντά ότι ο δρόμος προς την απανθρακοποίηση έχει έτσι κι αλλιώς χαραχθεί από την ΕΕ - και η χώρα δεν μπορεί να πράξει διαφορετικά - και άρα η Ελλάδα με το να επισπεύδει την απολιγνιτοποίηση μόνο κέρδη μπορεί να αποκομίσει επιδιώκοντας να λάβει όσο μεγαλύτερη χρηματοδότηση και ανάλογα αντισταθμιστικά οφέλη. Ένα επιχείρημα που ασφαλώς δεν πείθει καθόλου τις τοπικές κοινωνίες καθώς βλέπουν το εργατικό δυναμικό τους να συρρικνώνεται χρόνο με χρόνο, τα έσοδα των επιχειρήσεων και επαγγελματιών να μειώνονται συνεχώς και την ανεργία να αυξάνεται.
Το καθαρά ενεργειακό σκέλος της όλης υπόθεσης είναι και αυτό εξαιρετικά θολό καθώς η ανάγκη για διατήρηση ορισμένων λιγνιτικών μονάδων σε ψυχρή εφεδρεία είναι απαραίτητη τουλάχιστον μέχρι το 2024 καθότι το σύστημα χρειάζεται σταθμούς για κάλυψη φορτίων βάσης που μόνο αυτές και ορισμένες μονάδες φ. αερίου μπορούν να καλύψουν. Το όλο θέμα περιπλέκεται ακόμα περισσότερο με την απαράδεκτη και επικίνδυνη πολιτική της ΕΕ να θέλει ταυτόχρονα με την απανθρακοποίηση να περιορίσει την χρήση φυσικού αερίου καθότι το θεωρεί περιβαλλοντικά επιλήψιμο. Και το ερώτημα που αβίαστα προκύπτει είναι άραγε με ποιο εναλλακτικό καύσιμο, πέραν των ΑΠΕ ( που όμως για να λειτουργήσουν χρειάζονται απαραιτήτως την κάλυψη φορτίων βάσης από άλλες πηγές) θα οδεύσουμε προς την απολιγνιτοποίηση;
Εξ άλλου δύο ημέρες πριν ο ΑΔΜΗΕ είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου υποστηρίζοντας ότι η πρόωρη απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων θέτει σε κίνδυνο την ενεργειακή επάρκεια του όλου συστήματος. Βλέπουμε λοιπόν, κάτι που φάνηκε ξεκάθαρα στην εκδήλωση του ΙΕΝΕ, ότι η απολιγνιτοποίηση είναι ένα άκρως σύνθετο εγχείρημα που συμπαρασύρει θέματα ενεργειακής ασφάλειας, απασχόλησης και οικονομικής ανάπτυξης και μάλιστα εν μέσω μιας πρωτοφανούς κρίσης, ελέω κορωνοϊού. Η κυβέρνηση καλείται λοιπόν να επιστρέψει άμεσα στο σχεδιαστήριο και να επανατοποθετηθεί χαράσσοντας μια νέα πλέον μακροπρόθεσμη, ποιο στέρεα και προπαντός πλέον συνεκτική και συλλογική στρατηγική, θέτοντας σε πρώτο πλάνο τα εθνικά συμφέροντα και σε δεύτερο την εξυπηρέτηση των υπέρ-φιλόδοξων ευρωπαϊκών στόχων που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρούν ως θέσφατο.