περιπέτειες - μεταξύ των οποίων και ο εμφύλιος που πήγε να κοστίσει την έκβαση του - και αφού χύθηκε πολύ αίμα και χρειάσθηκε η παρέμβαση των ξένων δυνάμεων (βλέπε ναυμαχία Ναυαρίνου, απόβαση στρατηγού Μαιζόν στην Πελοπόννησο, Ρωσο-τουρκικός πόλεμος) το ελληνικό έθνος - κράτος γεννιέται.
Το όνειρο, αν και λαβωμένο, και πέρα από κάθε λογική - λόγω του αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων που επικρατούσαν εκείνη την εποχή και δεν ευνοούσαν καθόλου την ίδρυση ενός νέου ανεξάρτητου κράτους στις παρυφές της τότε Ευρώπης- έγινε πραγματικότητα, χάρη και στη διπλωματική και διοικητική δεινότητα του πρώτου Κυβερνήτη του κράτους, του Ιωάννη Καποδίστρια, με το τόσο σημαδιακό για τη μετέπειτα πορεία μας τέλος.
Ένα από τα πολλά διδάγματα που μπορούμε να αντλήσουμε σήμερα από την Ελληνική Επανάσταση είναι αυτό της απόλυτης προσήλωσης στον υπέρτατο σκοπό, που δεν ήτο άλλος από την πλήρη ανεξαρτησία, και όχι απλά της αυτοδιοικούμενης και φόρου υποτελούς Οθωμανικής επαρχίας όπως επεδίωκαν ορισμένοι. Ένα δεύτερο δίδαγμα είναι η απόλυτη μυστικότητα της προετοιμασίας του αγώνα και άρα η επιτυχής έναρξης της Επανάστασης ταυτόχρονα σε πολλές περιοχές, αξιοποιώντας στο έπακρο το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Κάτι που έδωσε ένα σαφές προβάδισμα στους επαναστατημένους Έλληνες. Ένα ακόμα δίδαγμα ήτο η εκ των πραγμάτων υιοθέτηση ανορθόδοξων τακτικών πολέμου (αφού οι επαναστάτες δεν διέθεταν ούτε είχαν την εμπειρία τακτικού στρατού πλην του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη που είχε υπηρετήσει στον Βρεττανικό στρατό) και άρα η εμπλοκή των τουρκικών στρατευμάτων σε μάχες που δεν έβλεπαν τον εχθρό.
Όλα τα ανωτέρω φανερώνουν ότι οι παράτολμοι, ριψοκίνδυνοι και άξεστοι Έλληνες εκείνης της εποχής διέθεταν μια ξεκάθαρη στρατηγική βάσει της οποίας κινήθηκε ο Αγώνας, τουλάχιστον για τα πρώτα δύο κρίσιμα χρόνια καταφέρνοντας, παρά τα όσα εσωτερικά προβλήματα, να εμπεδώσουν την Επανάσταση και να προσελκύσουν το ζωηρό ενδιαφέρον της φιλελληνικής, σε μεγάλο βαθμό, Ευρώπης. Το πλέον σημαντικό ίσως στοιχείο στην όλη υπόθεση της Ελληνικής Επανάστασης είναι ότι υπήρξε διαχρονικά μια σιωπηλή αλλά ισχυρή σύγκλιση όλων των οπλαρχηγών και πολιτικών στην ακολουθούμενη στρατηγική- χαραχθείσα αρχικά από τους Φιλικούς.
Εάν επιστρέψουμε στο σήμερα θα δούμε ότι η ενέργεια και ο έλεγχος των σχετιζόμενων με αυτή πλουτοπαραγωγικών πόρων αποτελεί συχνά αιτία διενέξεων και ενίοτε πολέμου όπως έχουμε βιώσει αρκετές φορές τα τελευταία πενήντα και κάτι χρόνια. Με την ενέργεια, παρά την κυριαρχία της ψηφιοποίησης και της ραγδαία εξαπλούμενης εικονικής πραγματικότητας, να εξακολουθεί να παίζει καθοριστικό ρόλο στις διεθνείς σχέσεις και την παγκόσμιο οικονομία. Άρα, κάθε χώρα καλείται να μελετήσει και να εφαρμόσει την δική της ενεργειακή πολιτική προκειμένου να εξασφαλίσει τις απαραίτητες ποσότητες ενεργειακών πρώτων υλών (δηλ. πετρέλαιο, φ. αέριο, άνθρακα, ουράνιο κλπ.) και ηλεκτρισμού, από τις οποίες εξαρτάται η λειτουργία των υποδομών και της οικονομίας της.
Η Ελλάδα, ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποχρεούται να ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές της ΕΕ συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αφορούν την ενέργεια. Αν και η πράξη προσχώρησης του 1981, και οι μετέπειτα προσαρμογές, δίδουν το δικαίωμα στην Ελληνική κυβέρνηση να δρα αυτοβούλως εάν χρειασθεί προκειμένου να εξασφαλίσει την ενεργειακή επάρκεια της χώρας. Ας σημειωθεί ότι μόλις πριν μερικά χρόνια δεν υπήρχε καν ενιαία Ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική παρά γενικές μόνο κατευθυντήριες γραμμές (λχ. εισαγωγή και κατανάλωση φυσικού αερίου, βελτίωση ενεργειακής αποδοτικότητας, ασφάλεια πυρηνικών εγκαταστάσεων, ενθάρρυνση για χρήση ΑΠΕ κλπ.) Σήμερα, η γερμανικά ελεγχόμενη Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιχειρεί να επιβάλλει ενιαία ενεργειακή πολιτική υπό το πρόσχημα της Κλιματικής Αλλαγής, εισάγοντας το Green Deal και θέτοντας εξωπραγματικούς στόχους που αποβλέπουν στην ριζική αλλαγή του ενεργειακού μίγματος κάθε χώρας με επικράτηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) ήδη από το 2030.
Η ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας το 2019 πλησίασε το 71% και θεωρείται από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο στο 58% - με το μεγαλύτερο μέρος της εξάρτησης αυτής (61%) να οφείλεται σε εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου και το υπόλοιπο να αφορά εισαγωγές ηλεκτρισμού από γειτονικές χώρες (10%) και το καταναλούμενο πετρέλαιο και φυσικό αέριο να εισάγονται κατά 100% (με εξαίρεση την μικρή πετρελαϊκή παραγωγή του Πρίνου που καλύπτει το 2,0% της εγχώριας κατανάλωσης). Το υπόλοιπο μέρος της τελικής ενεργειακής κατανάλωσης, δηλ. το 29% καλύπτεται από την καύση εγχώριου λιγνίτη για ηλεκτροπαραγωγή, από υδροηλεκτρικά και άλλες ΑΠΕ. Καθώς, μάλιστα, η χώρα, μετά από την απόφαση της κυβέρνησης τον Σεπτέμβριο 2019, προχωρά σε εσπευσμένη απολογνιτοποίηση μέχρι το 2028, θα αυξάνονται ταυτόχρονα και οι εισαγωγές φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού, έτσι που μέσα στα επόμενα χρόνια εκτιμάται ότι η ενεργειακή μας εξάρτηση θα εκτιναχθεί στο 80% και άνω.
Μπορεί σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία οι εισαγωγές πετρελαίου και άλλων ενεργειακών πρώτων υλών και προϊόντων να θεωρούνται αυτονόητες στο πλαίσιο λειτουργίας μιας ανταγωνιστικής αγοράς, πλην όμως η μεγάλη ενεργειακή εξάρτηση, όπως είναι η περίπτωση της σημερινής Ελλάδας, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού και αποδυναμώνει γεωπολιτικά την θέση της χώρας. Εάν εξετάσουμε σφαιρικά την κατάσταση στον Ελλαδικό χώρο από πλευράς ενεργειακών πρώτων υλών η χώρα είναι ενεργειακά πλούσια διαθέτοντας σημαντικά κοιτάσματα στερεών καυσίμων και υδρογονανθράκων η αξιοποίηση των οποίων σε συνδυασμό με τις ΑΠΕ - που χάρις στις υψηλές και επιδοτούμενες τιμές στους αυτοπαραγωγούς έχουν αναπτυχθεί σημαντικά την τελευταία 10ετια- μπορεί να καταστήσει την Ελλάδα πραγματικά ενεργειακά ανεξάρτητη. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα μηδενισθούν απαραίτητα οι εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων - καθότι πάντοτε θα υπάρχουν ανταλλαγές ηλεκτρισμού με τις γειτονικές χώρες για λόγους εξισορρόπησης φορτίων καθώς και εισαγωγές πετρελαϊκών προϊόντων σε ανταγωνιστικές τιμές - πλην όμως, το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να γίνει θετικό από το απόλυτα αρνητικό που είναι σήμερα.
Αναπτύσσοντας σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα απ’ ό, τι σήμερα την εγχώρια παραγωγή ενέργειας, θα μειωθεί η ενεργειακή μας εξάρτηση, θα μπορέσουμε να επιτύχουμε θετικό ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών και θα βελτιωθούν εντυπωσιακά τα οικονομικά της χώρας. Βασική προϋπόθεση για την ανωτέρω αντιστροφή του σημερινού παθητικού ενεργειακού ισοζυγίου είναι η ανάπτυξη των σημαντικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων που διαθέτει η χώρα στην δυτική Ελλάδα και νότια και δυτικά της Κρήτης, ιδιαίτερα το φυσικό αέριο το οποίο λόγω της εσπευσμένης απολιγνιτοποίησης θα καταναλώνουμε όλο και περισσότερο (3,2 δισεκ. κυβ. μέτρα το 2015, 6,0 δκβ το 2020 και εκτίμηση για 10 δκβ το 2025). Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι χωρίς αυξημένη κατανάλωση φ. αερίου δεν μπορεί να επιτευχθεί η επιχειρούμενη σήμερα απολιγνιτοποίηση αλλά ούτε μπορεί να εξασφαλισθεί μεγαλύτερη διείσδυση ΑΠΕ στο ηλεκτρικό δίκτυο λόγω των αντίστοιχων φορτίων βάσης που απαιτούνται.
Η αξιοποίηση των Ελληνικών υδρογονανθράκων είναι απαραίτητη και αναγκαία συνθήκη (sine qua non) για την ενεργειακή αναγέννηση της χώρας και οι πολιτικοί ταγοί που μας κυβερνούν θα πρέπει να απορρίψουν αυθωρεί και παρά χρήμα τις θεωρίες περί «παγιδευμένων κοιτασμάτων» (stranded assets) και άλλα σχετικά μυθεύματα, σύμφωνα με τα οποία σε λίγα μόλις χρόνια δεν θα χρειαζόμαστε καθόλου τα υγρά καύσιμα και το φυσικό αέριο αφού όλα ως δια μαγείας θα κινούνται με ηλεκτρικό ρεύμα που θα παράγεται αέναα από ΑΠΕ, από πράσινο υδρογόνου και θα αποθηκεύεται σε τεράστιου μεγέθους μπαταρίες. Θα πρέπει, επιτέλους, να εξηγήσει κάποιος στις πολιτικές ηγεσίες ότι δεν δουλεύει τόσο απλά και οραματικά το ενεργειακό σύστημα και απαιτούνται σωστές και τεκμηριωμένες μελέτες και προγνώσεις βασισμένες στην γνώση για τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και τα ενεργειακά αποθέματα της χώρας.
Προπαντώς όμως απαιτείται μια εμπνευσμένη ενεργειακή στρατηγική που θα λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψη τις εθνικές προτεραιότητες και την εξασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού σε περιβάλλον ακραίων συνθηκών, που, όμως, πολύ εύκολα μπορεί να υπάρξουν ως αποτέλεσμα θεομηνιών ήπολεμικών συρράξεων αφού δεν μπορούμε πλέον να αποκλείουμε τέτοια ενδεχόμενα, βάσει της εμπειρίας των τελευταίων μηνών. Αποκτώντας ενεργειακή ανεξαρτησία η Ελλάδα είναι ως να αναβαπτίζεται εθνικά και οικονομικά και αυτό απαιτεί μια τεράστια, πολυεπίπεδη και καλά οργανωμένη και συντονισμένη πανεθνική προσπάθεια. Τα οφέλη που μπορούν να προκύψουν από ένα τέτοιο εγχείρημα είναι πραγματικά τεράστια, αφού αίφνης η χώρα αποκτά έρμα που σήμερα δεν διαθέτει, ενώ αναβαθμίζεται η ίδια η γεωπολιτική και οικονομική θέση της προσφέροντας έτσι την δυνατότητα για ελιγμούς και διεκδικήσεις με ουσιαστικό αντίτιμο.
Οι πρόγονοι μας του 1821 ξεκίνησαν ένα αγώνα με ελάχιστα υλικά μέσα αλλά με τεράστια αποφασιστικότητα και προπαντός μια ξεκάθαρη στρατηγική και στο τέλος κατάφεραν κάτι πολύ σημαντικό. Ας τους μιμηθούμε στην προσπάθεια μας να ενισχύσουμε την ανεξαρτησία της χώρας που αγαπάμε. Γιατί - κακά τα ψέματα! -χωρίς ισχυρή ενεργειακή και οικονομική βάση, η χώρα, εμμέσως πλην σαφώς, θα παραμένει υποτελής στα ισχυρά, και ξένα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. Απεναντίας όσο πιο ενεργειακά ισχυρή γίνει η Ελλάδα τόσο ικανότερη θα καταστεί για να μπορεί να αντεπεξέρχεται και να αντιμετωπίζει επιτυχώς τις όποιες αντιξοότητες και δυσκολίες θέλουν προκύψει.