κατά την πρόσφατη επίσκεψη του (22/4) στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας. Συνοψίζοντας τις τουλάχιστον ατυχείς αυτές δηλώσεις, ούτε λίγο ούτε πολύ ο κ. Δένδιας δήλωσε ευθαρσώς ότι η Ελλάδα, όντως μια «τουριστική χώρα», δεν επιθυμεί να προχωρήσει σε ερευνητικές εργασίες «τρυπώντας τον βυθό του Αιγαίου» για να αξιοποιήσει τα σοβαρά κοιτάσματα υδρογονανθράκων που διαθέτει ενώ απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο η Ελλάδα να καταστεί παραγωγός πετρελαίου ή φυσικού αερίου.
Οι δηλώσεις αυτές επιβεβαιώνουν την τελείως αρνητική θέση της κυβέρνησης Κυρ. Μητσοτάκη στο θέμα της αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου της χώρας που, υπό την επήρεια του ακτιβιστικού περιβαλλοντικού λόμπι (λ. χ. Greenpeace, WWF) τού έχει κηρύξει ανάθεμα. Έτσι, μετά την εσπευσμένη και με υψηλό κόστος απολιγνιτοποίηση - θέλοντας με αυτό τον τρόπο να επιβεβαιώσει τα «πράσινα» διαπιστευτήρια της προς την Ε. Επιτροπή- η κυβέρνηση προχωρά τώρα στο πάγωμα των ερευνών υδρογονανθράκων επιδιώκοντας την εκδίωξη των παραχωρησιούχων εταιρειών, σήμερα από την Δυτική Ελλάδα και αύριο από τις υπόλοιπες περιοχές, συμπεριλαμβανομένων και αυτές νότια και νοτιοδυτικά της Κρήτης.
Απώτερος στόχος η οικιοθελής αποχώρηση των εταιρειών η οποία θα επιτευχθεί μέσω της δημιουργίας ενός απόλυτα εχθρικού περιβάλλοντος που δεν θα επιτρέψει την περαιτέρω δραστηριοποίηση τους και θα τις υποχρεώσει να αποχωρήσουν όπως- όπως χωρίς καν να διεκδικήσουν την παραμικρή αποζημίωση – όπως συνέβη στην περίπτωση της ισπανικής Repsol που ήδη αποχώρησε από τις παραχωρήσεις της σε Ιωάννινα και Ιόνιο. Σειρά τώρα έχουν τα ΕΛΠΕ, τα οποία έχουν αποφασίσει να επιστρέψουν στο Ελληνικό Δημόσιο, μέσω της ΕΔΕΥ, τις χερσαίες παραχωρήσεις τους σε ΒΔ Πελοπόννησο και Αιτωλοακαρνανία. Με το αρνητικό περιβάλλον να συνίσταται τόσο στην ανεξέλεγκτη κινητοποίηση «περιβαλλοντολόγων» ακτιβιστών, που επιδίδονται σε δολιοφθορές μηχανημάτων και θέτουν εμπόδια επι του πεδίου όσο και σε «φυτευτά» γραφειοκρατικά εμπόδια, με τις υπηρεσίες του ΥΠΕΝ να καθυστερούν εσκεμμένα τις απαραίτητες αδειοδοτήσεις (1,5 χρόνο στα συρτάρια της Διεύθυνσης Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης - ΔΙΠΑ η εγκριθείσα άδεια περιβαλλοντικών επιπτώσεων για το Κατάκολο δεν υπογράφεται από τον υπουργό).
Όμως, η εγκατάλειψη των ερευνών υδρογονανθράκων και της προοπτικής αξιοποίησης των με οικονομικά επωφελή για την χώρα τρόπο, με τον κουτοπόνηρο τρόπο που έχει σκαρώσει η κυβέρνηση, δεν εξυπηρετεί καθόλου τα εθνικά συμφέροντα. Πρώτα απ’ όλα, δεν βοηθά στις διπλωματικές και άλλες ενέργειες που απαιτούνται για την οριοθέτηση της ΑΟΖ ανατολικά και δυτικά του ορίου που έχει συμφωνηθεί μέσω της τμηματικής συμφωνίας με την Αίγυπτο. Σε όλη την περιοχή νότια και νοτιοδυτικά της Κρήτης η Ελλάδα έχει προχωρήσει σε οριοθέτηση θαλασσίων τεμαχίων βάσει των προβλέψεων της Διεθνούς Συνθήκης για την Θάλασσα (UNCLOS) ήδη από το 2011 ενώ έχει εκχωρήσει συγκεκριμένες παραχωρήσεις σε εταιρείες (Οκτώβριος 2019). Κατά τα λεγόμενα του Υπουργού Εξωτερικών η Ελλάδα δεν πρόκειται να προχωρήσει σε οποιαδήποτε ερευνητική ενέργεια και, άρα, στην πράξη δεν έχει λόγο να υποστηρίζει σθεναρά ούτε τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν. μ. ούτε να επιθυμεί ολοκλήρωση της οριοθέτησης για ΑΟΖ στην υπόλοιπη περιοχή.
Παρά τα όσα επιχείρησε να «μαζέψει» εκ των υστέρων το ΥΠΕΞ με διευκρινιστική του δήλωση ότι ο κ. Δένδιας δεν ανεφέρετο στις «υπάρχουσες διευθετήσεις για τις έρευνες», το μήνυμα προς την Τουρκία ήταν σαφέστατο: «Η Ελλάδα δεν έχει την παραμικρή πρόθεση να προχωρήσει σε περαιτέρω έρευνες ούτε να αξιοποιήσει τυχόν κοιτάσματα υδρογονανθράκων που ευρίσκονται στους βυθούς των θαλασσών της». Εάν το μήνυμα αυτό δεν αποτελεί ανέλπιστο δώρο για την Άγκυρα, η οποία και έχει πολύ συγκεκριμένα σχέδια για την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της περιοχής διαθέτοντας (σε αντίθεση με την Ελλάδα) μια έμπειρη και καλά οργανωμένη εταιρεία (την ΤΡΑΟ), τότε ο κ. Υπουργός θα πρέπει να κοιταχτεί καλά στον καθρέπτη και να κάνει μια ενδοσκόπηση για τις ολέθριες επιπτώσεις των δηλώσεων του και εν γένει της στάσεως του σε ένα ευαίσθητο θέμα που δεν του επιτρέπεται να εκφράζει προσωπικές – ελπίζουμε - απόψεις.
Γιατί η Τουρκία, και πάλι σε αντίθεση με την Ελλάδα, διεκδικεί θαλάσσιες ζώνες (όπως το έπραξε με το Τούρκο-Λιβυκό μνημόνιο) κινούμενη με άξονα τις πετρελαϊκές έρευνες, επιθυμώντας να αυξήσει τα βεβαιωμένα κοιτάσματα στο ερευνητικό της χαρτοφυλάκιο. Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για το δικό μας «επιτελικό κράτος», που θεωρεί ότι όλα τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων ανεξαιρέτως αποτελούν «παγιδευμένο πλούτο» (stranded assets) επειδή λόγω Κλιματικής Αλλαγής ουδείς πρέπει να τα αξιοποιήσει προκειμένου να προστατευθεί ο πλανήτης από τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου -με την Ελλάδα να θυσιάζει τις διεκδικήσεις της για την ΑΟΖ πρωτοστατώντας δήθεν στην παγκόσμια προσπάθεια για την μείωση των ρύπων του θερμοκηπίου! Η στάση αυτή φανερώνει και την βαθειά σύγχυση που επικρατεί στους κόλπους της κυβέρνησης, αφού αυτή αδυνατεί να αντιληφθεί τον κομβικό ρόλο των ερευνών στην διασφάλιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.
Όμως, όλη η κυβέρνηση θα πρέπει και αυτή να κοιταχτεί στον καθρέφτη, αφού οι κινήσεις της και οι δεσμεύσεις της στο χώρο της ασκούμενης έως σήμερα ενεργειακής πολιτικής έρχονται σε πλήρη αντίφαση με θέσεις όπως αυτές που εκφράζονται από τον Υπουργό Εξωτερικών. Αναφερόμαστε ασφαλώς στην πολιτική της δέσμευση για προώθηση του σχεδίου κατασκευής του μεγάλου αγωγού East Med (εκτιμώμενης αξίας € 7,0 δισεκ.), όπως κατεγράφη με την υπογραφή στην Αθήνα επίσημης διακρατικής συμφωνία στις 2/1/2020 μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ αλλά, και στην έγκριση, τελευταία, από την ΡΑΕ του 10ετους αναπτυξιακού σχεδίου του ΔΕΣΦΑ ύψους € 550 εκατ. για την επέκταση και ενίσχυση υποδομών για την προώθηση χρήσης φυσικού αερίου (βλ. εδώ). Επίσης, υπάρχουν τα επενδυτικά σχέδια για την κατασκευή μέσα στα επόμενα χρόνια των δυο μονάδων FSRU σε Αλεξανδρούπολη (βλέπε Gastrade) και στους Αγίους Θεοδώρους (βλέπε Motor Oil), συνολικής αξίας € 600 εκατ., που υποστηρίζονται από την κυβέρνηση – υποδομές άκρως απαραίτητες ώστε να μπορέσει να καλυφθεί η αυξανόμενη ζήτηση για αέριο τα επόμενα χρόνια (και λόγω απολιγνιτοποίησης), η οποία εκτιμάται ότι θα έχει διπλασιαστεί ως το 2025.
Εδώ, όμως, υπάρχει ένας παραλογισμός, αφού δεν μπορεί από την μια πλευρά η κυβέρνηση να προωθεί έργα πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ σε υποδομές φυσικού αερίου και από την άλλη πλευρά να μην επιθυμεί την αξιοποίηση των εγχώριων κοιτασμάτων. Σε τελική ανάλυση, η πολιτική δεν εξυπηρετεί τα εθνικά μας συμφέροντα, παραχωρώντας στην Τουρκία χώρο για έρευνες. Προφανώς «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας», όπως θα παρατηρούσε ο φίλτατος Άμλετ.