Είναι χαρακτηριστικό ότι το λεγόμενο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών της ΕΕ (EU ETS), το οποίο έχει σχεδιαστεί για να επιβάλλει ένα κόστος στο διοξείδιο του άνθρακα για ορισμένες από τις πιο ρυπογόνες βιομηχανίες, έχει αυξηθεί πάνω από 50% από τις αρχές του τρέχοντος έτους.
Διάγραμμα: Tιμές ευρωπαϊκών δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων (3 Ιουνίου 2019 – 5 Μαΐου 2021)

Πηγή: European Energy Exchange
Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι τιμές δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων αναμένεται να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα το επόμενο διάστημα, σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών, οι εταιρείες ηλεκτρισμού, όπως η ΔΕΗ, οι οποίες εξαρτώνται από τον λιγνίτη, είναι αναμενόμενο να αναπροσαρμόσουν τα σχέδιά τους. Μάλιστα, η ΔΕΗ, η οποία ακόμη και σήμερα διατηρεί ένα σημαντικό αριθμό λιγνιτικών μονάδων, παρότι τελεί υπό αναδιάρθρωση στο πλαίσιο της υπό εξέλιξη απολιγνιτοποίησης, που προχωρά η ελληνική κυβέρνηση, επιβαρύνεται με σημαντικό κόστος ρύπων λόγω των αυξημένων εκπομπών. Συγκεκριμένα για την παραγωγή μιας λιγνιτικής μεγαβατώρας εκλύεται στην ατμόσφαιρα περίπου 1.5 τόνος CO2, δηλαδή μόνο για την αγορά δικαιωμάτων εκπομπής CO2, το κόστος της λιγνιτικής μεγαβατώρας εκτινάσσεται στα €74.5.
Αναμφίβολα, μία τέτοια εκτόξευση στις τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων αναμένεται να οδηγήσει σε μία πιο γρήγορη μετάβαση στα λεγόμενα «πράσινα» καύσιμα. Παράλληλα, υπάρχουν ανησυχίες στην αγορά ότι ο ρυθμός της ανόδου των τιμών είναι γρηγορότερος από αυτόν που οι εταιρείες μπορούν εύκολα να προσαρμοστούν, υπονοώντας ότι το όποιο κόστος δημιουργηθεί θα μπορούσε να μετακυλιστεί στους καταναλωτές.
*Ενεργειακός Οικονομολόγος, MSc., Υπεύθυνος Μελετών ΙΕΝΕ