Πορεία στο Άγνωστο Χωρίς την Ασφάλεια των Εγχώριων Ενεργειακών Πηγών

Μπορεί όλος ο κόσμος να έχει στραμμένη την προσοχή του στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και το περίφημο Green Deal της ΕΕ και να έχει πεισθεί, κατά κάποιο παράξενο τρόπο, ότι τα πάντα στο εγγύς μέλλον θα κινούνται με πράσινη ενέργεια και ηλεκτροκίνηση, πλην όμως η αδυσώπητη πραγματικότητα των αριθμών και η βαρετή καταγραφή των δεδομένων φανερώνουν μια τελείως διαφορετική εικόνα. Μια προσεκτική ανάλυση του ενεργειακού ισοζυγίου της χώρας αποκαλύπτει ότι 25 χρόνια μετά την ένταξη των ΑΠΕ στο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής της χώρας και την σημαντική διείσδυση των ηλιακών θερμικών συστημάτων τα τελευταία 40 και κάτι χρόνια, η ενεργειακή οικονομία μας εξαρτάται σε ποσοστό 70% και άνω από ορυκτά καύσιμα - με το 95 % από αυτά, (δηλ. πετρέλαιο, φυσικό αέριο και ηλεκτρισμό), εισαγόμενα και μάλιστα με υψηλό κόστος (€ 6- € 8 δισεκ. τον χρόνο ανάλογα με τις επικρατούσες διεθνείς τιμές)

energia.gr
Σαβ, 22 Μαΐου 2021 - 14:46

Η εγχώρια παραγωγή ενέργειας, που κατευθύνεται κυρίως στον ηλεκτρισμό, αποτελείται από υδροηλεκτρικά, ηλιακή θερμική και φωτοβολταϊκή παραγωγή, αιολικά, βιομάζα και στερεά απόβλητα και τον λιγνίτη, που, όμως, καλύπτει πλέον ένα ελάχιστο τμήμα της ηλεκτροπαραγωγής, λιγότερο του 10%.

Ωστόσο, πολύ σύντομα και χάριν της αδικαιολόγητης σπουδής της κυβέρνησης για πλήρη απολιγνιτοποίηση μέχρι το 2028 (την στιγμή που Γερμανία και Πολωνία θα καίνε άνθρακα μέχρι το 2040),το μερίδιο του εγχώριου λιγνίτη στη ηλεκτροπαραγωγή θα μηδενισθεί και αυτό το κενό θα καλυφθεί από αυξημένες εισαγωγές φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού από τις γειτονικές χώρες. Σήμερα, με στοιχεία του 2020, η χώρα μας εισήγαγε 5,5 δισεκ. κυβ. μέτρα φ. αερίου με το μεγαλύτερο μέρος να αντιστοιχεί στην ηλεκτροπαραγωγή, ενώ έχει αρχίσει να αυξάνεται σημαντικά η κατανάλωση του οικιακού και εμπορικού τομέα λόγω επέκτασης των δικτύων σε όλη την Ελλάδα.

Βάσει εκτιμήσεων του ΙΕΝΕ, το 2025 η εγχώρια κατανάλωση φ. αερίου σε ετήσια βάση θα έχει σχεδόν διπλασιαστεί στα 9,5- 10,0 δισεκ. κυβ. μέτρα. Με το φ. αέριο, κυρίως λόγω ηλεκτροπαραγωγής, να αντικαθιστά σε μεγάλο βαθμό το μερίδιο του πετρελαίου που θα χάνεται λόγω της ηλεκτρικής διασύνδεσης των νήσων (που σήμερα καταναλώνουν πετρέλαιο για την παραγωγή ηλεκτρισμού), και την προβλεπόμενη διείσδυση ηλεκτρικών οχημάτων. Ναι μεν προβλέπεται αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή, που σήμερα κυμαίνεται στο 30% με 35%, αλλά αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη φορτίου βάσης το οποίο, ελλείψει λιγνιτικής παραγωγής, θα καλύπτεται από το φυσικό αέριο αλλά και από εισαγωγές ηλεκτρικού ρεύματος από τις πέριξ χώρες της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένης. Να σημειωθεί ότι, ενώ επί σειρά ετών οι εισαγωγές ηλεκτρισμού μετά βίας έφταναν το 5% της ετήσιας κατανάλωσης τα τελευταία 2-3 χρόνια έφθασαν να καλύπτουν ακόμα και το 25%, με το μέσο όρο να τείνει να διαμορφωθεί πλέον στο 15%, που όμως θεωρείται υψηλό δεδομένου της μεγάλης σχετικά συνολικής εγκατεστημένης ισχύος που διαθέτει η Ελλάδα και η οποία φθάνει τα 20 GW.

Με την κυβέρνηση να δηλώνει πλήρως αντίθετη στις έρευνες υδρογονανθράκων - βλέπε πρόσφατες δηλώσεις ΥΠΕΞ κ. Νίκου Δένδια στο Arab News - παρά το γεγονός ότι είναι σε ισχύ 11 παραχωρήσεις σε όλη την επικράτεια (και είναι θέμα εβδομάδων η καταγγελία των συμβάσεων με Total και ExxonMobil), η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη παίζει κυριολεκτικά την ενεργειακή τύχη της χώρας στα ζάρια προεξοφλώντας ότι τις επόμενες δεκαετίες η Ελλάδα θα ευτυχήσει να βιώσει μια διαρκή ειρήνη χωρίς την παραμικρή τριβή με τους γείτονες, από τους οποίους όμως θα εξαρτάται ολοένα και περισσότερο για τις εισαγόμενες ενεργειακές της προμήθειες. Αρκεί να αναφερθεί ότι το 70% περίπου του φ. αερίου που καταναλώνει η Ελλάδα εισάγεται με χερσαίους αγωγούς που όλοι ανεξαιρέτως διέρχονται μέσω Τουρκίας. Έτσι, με την κυβέρνηση να αποκλείει την παραγωγή εγχώριας παραγωγής αερίου από το υποθαλάσσια κοιτάσματα σε Ιόνιο και νότια της Κρήτης, λόγω περιβαλλοντικών ιδεοληψιών, συναινεί στην διαιώνιση των εισαγωγών καυσίμων καθιστώντας την χώρα ακόμα ποιο ευάλωτη απ’ ό, τι ήδη είναι σε γεωπολιτικούς εκβιασμούς και υψηλό κόστος ενέργειας.

Ο κόσμος του σήμερα χαρακτηρίζεται από λίαν ευμετάβλητες γεωπολιτικές συνθήκες και ουδείς γνωρίζει η μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια το πώς θα εξελιχθεί το αυριανό περιβάλλον ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή. Όμως, η εξασφάλιση ενεργειακών πόρων πρέπει να αποτελεί βασική προτεραιότητα οιασδήποτε κυβέρνησης καθότι προέχει η συνεχής και ασφαλής παροχή ενέργειας, αφού χωρίς αυτή καταρρέει το όλο σύστημα. Με το φυσικό αέριο να αποτελεί το καύσιμο-γέφυρα για τις επόμενες δεκαετίες (μιας και χωρίς αυτό καθίσταται αδύνατη η ένταξη των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή) και το πετρέλαιο να καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των μεταφορών τουλάχιστον μέχρι το 2040, ο αποκλεισμός της παραγωγής αερίου από τα εγχώρια κοιτάσματα στερεί την χώρα τόσο από την δυνατότητα κάλυψης των ενεργειακών της αναγκών με οικονομικά ανταγωνιστικές τιμές όσο και από την δυνατότητα ανάπτυξης εξαγωγών. Το δε «απαγορευτικό» των Βρυξελλών στη προώθηση του φυσικού αερίου για λόγους Κλιματικής Αλλαγής θα πρέπει να αξιολογηθεί αρνητικά και να απορριφθεί πάραυτα ως φαιδρό και επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια επιχείρημα.

Συμπερασματικά, η προσήλωση της σημερινής κυβέρνησης στις φαντασιώσεις του ευρω-ιερατείου περί Net Zero Emissions για το 2050 και του δήθεν πρωταγωνιστικού ρόλου της Ελλάδας σε αυτό το παράλογο εγχείρημα, μόνο βλαπτικά για τα εθνικά συμφέροντα δρα. Με την ακολουθούμενη αποκλειστικά «πράσινη» πολιτική, το επιτελικό κράτος του Μαξίμου πράττει ολέθριο λάθος εις βάρος της ενεργειακής ασφαλείας της χώρας.