Από τη στιγμή που ο κόσμος βαίνει ολοταχώς να υιοθετήσει τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, η επιρροή που μπορεί να ασκήσει ένας μικρός αριθμός πετρελαιοπαραγωγικών κρατών οι οποίες βρίσκονται σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή που είναι επιρρεπής στις συγκρούσεις, θα μειωθεί αναγκαστικά ενώ, παράλληλα, θα ανακύψουν νέοι ισχυροί παίκτες.
Θα πρόκειται για τις χώρες που διαθέτουν σημαντικά αποθέματα των βασικών ορυκτών που απαιτούνται για την Ενεργειακή Μετάβαση,ή θα φιλοξενούν εγκαταστάσεις παραγωγής μπαταριών, ηλιακών συλλεκτών καθώς και διασυνδετηρίων γραμμών που εξυπηρετούν τις εξαγωγές και εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας.
Σε έναν κόσμο, στον οποίο όπως αναφέρθηκε η τελευταία ρηξικέλευθη έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) την περασμένη εβδομάδα, δεν θα επιτραπεί ποτέ ξανά καμία νέα επένδυση σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος για καθαρές μηδενικές εκπομπές έως το 2050, η μάχη για την ενέργεια και τις πηγές ενέργειας θα μπορούσε να προσλάβει διαφορετικό χαρακτήρα και από τις συγκρούσεις μεγάλης κλίμακας για το πετρέλαιο, να μετατραπεί σε συγκρούσεις για τον εφοδιασμό με ηλεκτρική ενέργεια, συμπεριλαμβανομένου του κυβερνοπολέμου.
Πρόσφατο παράδειγμα της νέας μορφής πολέμου για την ενέργεια αποτελεί η πρωτοφανής κυβερνοεπίθεση στους αγωγούς της Colonial στις ΗΠΑ που διέκοψαν τον ενεργειακό εφοδιασμό της. Μολονότι δεν στόχευε σε ηλεκτρικά δίκτυα, εν τούτοις η επίθεση σε συστήματα υπολογιστών διέκοψε την προμήθεια του κύριου προϊόντος ορυκτών καυσίμων που χρησιμοποιείται στις ΗΠΑ, καθώς επηρέασε την τροφοδοσία με υγρά καύσιμα των πολυπληθών ανατολικών Πολιτειών.
Καθώς το μερίδιο του ηλεκτρισμού στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα αναμένεται να αυξηθεί εκθετικά κατά τις επόμενες δεκαετίες, παράλληλα με την ψηφιοποίηση και τον έλεγχο των λειτουργιών των μονάδων, η νέα απειλή που προέκυψε για τον ενεργειακό εφοδιασμό μπορεί να μην είναι μια αψιμαχία, ή μια γενικευμένη σύρραξη πλησίον των Στενών του Ορμούζ στην Μέση Ανατολή. Θα μπορούσε να είναι, όμως, η διεξαγωγή κυβερνοεπιθέσεων σε δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας, όπως υποστηρίζουν οι ειδικοί. Όσο υψηλότερη είναι η ψηφιοποίηση και η υιοθέτηση του internet of things και του βιομηχανικού internet of things σε δίκτυα μεταφοράς και παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, τόσο περισσότερες πιθανότητες είναι οι χάκερς, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που υποστηρίζονται από ορισμένες κυβερνήσεις, θα μπορούσαν να πλήξουν τμήματα των δικτύων. Προκειμένου να προστατευθούν από τέτοιες απειλές, οι χώρες και οι εταιρείες θα έπρεπε, πιθανώς, όχι μόνο να αυξήσουν τις επενδύσεις αλλά και την άμυνά τους έναντι παρόμοιων απειλών στον κυβερνοχώρο, αλλά να χρειαστεί, επίσης, να δείξουν ότι είναι έτοιμες και διατεθειμένες να ανταποδώσουν το πλήγμα, εάν χρειαστεί, επισημαίνουν οι ίδιοι κύκλοι.
(Παγκόσμιος χάρτης κρίσιμων πρώτων υλών για την ηλεκτροκίνηση)
Αναλυτές υποστηρίζουν πως η αύξηση του εξηλεκτρισμού και το αυξανόμενο μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών, θα οδηγήσουν σε μια πιο ομοιόμορφη κατανομή των ενεργειακών πόρων, καθώς πολλές χώρες διαθέτουν πλούσιο αιολικό ή ηλιακό δυναμικό. Αυτή η εικόνα θα μπορούσε να συγκριθεί με τους υφιστάμενους παράγοντες που επηρεάζουν την ενέργεια, τουτέστιν, τους παραγωγούς πετρελαίου στην Μέση Ανατολή, καθώς και χώρες όπως η Ρωσία και η Βενεζουέλα, που διαχειρίζονται ακόμη και σήμερα τον παγκόσμιο εφοδιασμό με αργό μέσω του ΟPEC + με στόχο τη διασφάλιση της σταθερότητας της αγοράς, όπως υποστηρίζουν. Ερευνητές στο Νορβηγικό Ινστιτούτο Διεθνών Υποθέσεων (NUPI) δημοσίευσαν πέρυσι μια ανασκόπηση της υπάρχουσας έρευνας σχετικά με τις γεωπολιτικές συνέπειες της Ενεργειακής Μετάβασης.
Σε αυτή την έρευνα ανακύπτουν δύο διαφορετικά στρατόπεδα: εκείνο των λεγόμενων ανανεώσιμων συγκρούσεων και το άλλο των μειωμένων συγκρούσεων. Το πρώτο υποστηρίζει ότι οι ΑΠΕ δεν θα μεταβάλλουν την έκταση και τη συχνότητα των συγρκούσεων για την ενέργεια και ότι θα προκύψουν νέες μορφές τους, ενώ όσοι εκφράζουν τη δεύτερη άποψη πιστεύουν ότι η ανανεώσιμη ενέργεια θα αυξήσει την ενεργειακή ανεξαρτησία και, ως εκ τούτου, θα μειώσει το επίπεδο των συγκρούσεων στον κόσμο.
Η εντεινόμενη χρήση ΑΠΕ είναι πιθανό να οδηγήσει σε έναν αυξημένο «εκδημοκρατισμό» των χωρών και θα μπορούσε να μετασχηματίσει τη γεωπολιτική της ενέργειας ώστε να είναι λιγότερο συγκρουσιακή, υποστηρίζουν ορισμένοι ειδήμονες.Σε κάθε περίπτωση, η γεωπολιτική των ΑΠΕ θα είναι πολύ διαφορετική από τη γεωπολιτική του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, όπου το βασικό όπλο είναι ο φόβος της έλλειψης πόρων, τουλάχιστον για τις χώρες εισαγωγής ορυκτών καυσίμων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι περισσότερες αναλύσεις που εξέτασαν οι επιστήμονες του NUPI, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι μεγάλοι εξαγωγείς πετρελαίου θα πληγούν ιδιαίτερα από τη νέα παγκόσμια τάξη ενέργειας και τα αποθέματα πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας, της Ρωσίας, της Βενεζουέλας, της Βραζιλίας και της Νιγηρίας θα μπορούσαν να μετατραπούν σε μη χρησιμοποιούμενα στοιχεία ενεργητικού (stranded assets)!
«Οι χώρες που έχουν ιστορικά ασκήσει γεωπολιτική επιρροή επειδή προμηθεύουν τις υπόλοιπες με ορυκτά καύσιμα είναι πιθανό να παρατηρήσουν μια σημντική υποχώρηση της παγκόσμιας εμβέλειας και επιρροής τους, εκτός και εάν καταφέρουν να επανεφεύρουν εκ νέου την οικονομία τους για να την κατευθύνουν προς τη νέα ενεργειακή εποχή», αναφέρει χαρακτηριστικά έκθεση του 2019 που είχε εκπονήσει η Global Commission on the Geopolitics of Energy Transformation, μια ανεξάρτητη πρωτοβουλία που έθεσε σε λειτουργία ο Διεθνής Οργανισμός Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (IRENA).
(Χάρτης που απεικονίζει τις κύριες πηγές βασικών ορυκτών μετάλλων. Πηγή: Glencore)
Οι χώρες του Κόλπου είναι πολύ εκτεθειμένες στις αλλαγές στην παγκόσμια ενεργειακή επιρροή, αλλά είναι επίσης και εξαιρετικά ανθεκτικές, καθώς διαθέτουν επαρκείς οικονομικούς πόρους ώστε να επανεφεύρουν την εικόνα τους και να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της Ενεργειακής Μετάβασης, αναφέρεται στην ίδια έκθεση. Το ερώτημα παραμένει, όμως, εάν αυτοί οι παραγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου της Μέσης Ανατολής θα επιλέξουν να επανεφεύρουν την εικόνα τους τόσο γρήγορα όσο επιλέξουν να απωλέσουν συνειδητά την ισχυρή, σήμερα, γεωπολιτική επιρροή τους, χάρη στο πετρέλαιο.
Όπως αναφέρει η έκθεση της IRENA, καμία χώρα δεν έχει βρεθεί σε καλύτερη θέση να καταστεί η υπερδύναμη στις ΑΠΕ, από την Κίνα. Κορυφαίος εισαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο, το Πεκίνο, προετοίμασε το έδαφος για το μετασχηματισμό της ενεργειακής οικονομίας της χώρας, προχωρώντας στη μαζική παραγωγή ηλιακών συλλεκτών, στην εξόρυξη των βασικών μετάλλων της Ενεργειακής Μετάβασης και στην παραγωγή ορυκτών για μπαταρίες, προκειμένου να μειώσει την εξάρτηση της Κίνας από τις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Η Κίνα, αλλά και χώρες όπως η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, που διαθέτουν κοιτάσματα κοβαλτίου και χαλκού, αναμένεται να μεγεθύνουν τη σημασία και την επιρροή τους στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, γεγονός που ανησυχεί ιδιαίτερα τον Λευκό Οίκο που εργάζετραι εδώ και χρόνια προκειμένου να μειώσει τους κινδύνους για την ασφάλεια του εφοδιασμού με τα λεγόμενα «κρίσιμα» ορυκτά. Συνοψίζοντας, η Ενεργειακή Μετάβαση θα μπορούσε να μετατοπίσει τις παγκόσμιες ανησυχίες για την έλλειψη ενεργειακών πόρων από τα Στενά του Ορμούζ, και να τους ανακατευθύνει στις χώρες που διαθέτουν κοιτάσμτα λιθίου, κοβαλτίου, χαλκού και νικελίου, καθώς και στην ασφάλεια των ηλεκτρικών δικτύων και των ηλεκτρικών διασυνδέσεων.