Στην ουσία όμως, κάνοντας λόγο για «θείο δώρο», θέτει και το σοβαρό πρόβλημα, που είναι αυτό των ελεγχόμενων από την ελληνική φαυλοκρατική γραφειοκρατία αρθρώσεων της οικονομίας και της κοινωνίας. Αρθρώσεις που γνωρίζουν και μπορούν να αντιστέκονται σε αλλαγές και μεταρρυθμίσεις και οι οποίες στη μεταπολιτευτική περίοδο απέκτησαν ισχυρά πολιτικά ερείσματα, τα οποία και εξαργυρώνουν βέβαια.
Και από την άποψη αυτή, θα πρέπει να τονιστεί ότι το πολιτικό σύστημα σε μεγάλο βαθμό συμμετέχει και αυτό στη διαιώνιση της κατάστασης που περιγράφουμε.
Όπως έλεγε παλαιότερα ο τότε πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Διοίκησης Επιχειρήσεων (ΕΕΔΕ) Νίκος Εμπέογλου, «η περίφημη πολιτική βούληση, που στην Ελλάδα έχει χρονικό ορίζοντα το πολύ μέχρι τις επόμενες εκλογές, δεν είναι δυνατόν από μόνη της να εξαλείψει την αναποτελεσματικότητα στη λειτουργία του δημοσίου τομέα: κι αν ακόμη δεν υπήρχαν οι ενίοτε βίαιες αντιδράσεις των παρα-ιεραρχιών, που βλέπουν να αμφισβητείται και να διακυβεύεται η εξουσία της».
Μέσα σε παρόμοιο περιβάλλον, που είναι κλειστό και συντεχνιακό, οι όποιες μεταρρυθμίσεις απαιτούνται για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του είναι αδύνατον να προκύψουν ως αποτέλεσμα απλών εξαγγελιών, με τις οποίες θα γνωστοποιείται πανηγυρικά στους πάντες ότι υπάρχει η «σχετική πολιτική βούληση»: είναι έργο μακράς πνοής, με χρονικό ορίζοντα σαφώς πέρα από τις επόμενες και τις μεθεπόμενες εκλογές, γιατί στην ουσία είναι έργο αλλαγής κουλτούρας, αλλαγής δηλαδή των κρατουσών ιδεών πολιτιστικών αξιών και αντιλήψεων στην ελληνική κοινωνία.
Και στο επίπεδο αυτό, σήμερα, στην κρίσιμη φάση που βρίσκεται η χώρα, αυτό το ίδιο το πολιτικό σύστημα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι το ίδιο κινδυνεύει από τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και συντεχνιακές αντιλήψεις.
Για να υπάρξει όμως αλλαγή στο επίπεδο των αντιλήψεων πρέπει το επίσημο ελληνικό κράτος να ξεκαθαρίσει τι είναι η εργασία και τι σημαίνει η αμοιβή της.
Μέχρι και το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, σε ελληνικό πανεπιστημιακό σύγγραμμα ήταν ανοικτά διατυπωμένη η θέση (και διδασκόταν σε γενιές φοιτητών) ότι ο μισθός είναι αντιπαροχή για την παραγωγή/προσφορά έργου μόνον στον ιδιωτικό τομέα και ότι ο μισθός προσφέρεται στο δημόσιο τομέα «ως παροχή του κράτους ώστε ο υπάλληλος να διαβιοί αξιοπρεπώς».
Τελείως σχετική είναι και η πλήρης επικράτηση του συνθήματος «δικαίωμα στην εργασία» που ουσιαστικώς σημαίνει δικαίωμα στον μισθό: αν στον ιδιωτικό τομέα ο μισθός είναι πράγματι αντίτιμο της παραγωγής/προσφοράς έργου, τότε εκεί δεν υπάρχει «δικαίωμα στην εργασία» αλλά καθήκον ικανότητος προσφοράς έργου, ώστε να μπορείς να προσδοκάς μισθό - αν όμως ο μισθός είναι παροχή για να ζω αξιοπρεπώς, τότε αυτονοήτως έχω και εγώ δικαίωμα στον μισθό - του Δημοσίου. Ομοίως σχετική είναι και η γενικά αποδεκτή ιδέα ότι ορισμός του ανέργου είναι ο μη εγγεγραμμένος σε μισθοδοτική κατάσταση: και αφού στις μισθοδοτικές καταστάσεις του ιδιωτικού τομέα εγγράφονται μόνον όσοι παράγουν και προσφέρουν έργο, τότε η μόνη λύση για την καταπολέμηση της ανεργίας είναι η εγγραφή στις μισθοδοτικές καταστάσεις του Δημοσίου.
Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και σήμερα η πλειοψηφία του ελληνικού λαού δεν θέλει τις αποκρατικοποιήσεις: ξέρει θαυμάσια ότι μόνο στο Δημόσιο μπορεί να διορίσει το παιδί του για να εισπράττει μισθό χωρίς υποχρέωση παραγωγής έργου.
Αν οι αντιλήψεις αυτές δεν αλλάξουν άρδην και δεν προσαρμοστούν στην πραγματικότητα του μεταβαλλόμενου κόσμου μας, οι δυσκολίες της χώρας θα διαιωνίζονται με αυξημένη επίσης την επικινδυνότητα του φαινομένου.
Και υπό παρόμοιες συνθήκες, η όποια ανάπτυξη όχι μόνον θα καταστεί προβληματική, αλλά θα γίνει και πηγή εσωτερικών τριβών και αντιπαραθέσεων, που μόνον ιδιοτελείς επιδιώξεις θα εξυπηρετούν εις βάρος της κοινωνίας και της προόδου της.
(από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ")