Έτσι, στο πλαίσιο μιας πραγματικής χρηματοπιστωτικής καταιγίδας, οι κυβερνήσεις, σε παγκόσμιο επίπεδο, έριξαν στις αγορές πάνω από 3 τρισεκατομμύρια δολάρια, με άμεσο στόχο να ξεπαγώσουν τις πιστωτικές αγορές και να κρατήσουν έστω και σε χαμηλότερο επίπεδο τη διεθνή οικονομική δραστηριότητα. Πλην όμως, σε αρκετές περιπτώσεις, αυτό το «ζεστό χρήμα» κατέληξε εκ νέου στη χρηματοοικονομία αντί στην παραγωγική δραστηριότητα. Διασώθηκαν έτσι αρκετές επενδυτικές τράπεζες που είχαν πρωτοστατήσει σε απαράδεκτες μοχλεύσεις, ενώ η πραγματική οικονομία εξακολούθησε να αντιμετωπίζει προβλήματα χρηματοδότησης και ζήτησης.
Την ίδια περίοδο, σοβαρές αλλαγές σημειώθηκαν και στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, με νέες οικονομικές και εμπορικές δυνάμεις να διεκδικούν σοβαρά μερίδια συμμετοχής στη διεθνή αγορά.
Την εποχή της καλπάζουσας ανόδου της χρηματοοικονομίας, οι προηγμένες οικονομίες είχαν υποφέρει από μεγάλες διαρθρωτικές αδυναμίες, τις οποίες δύσκολα αποφασίζουν να αντιμετωπίσουν. Ήλθε όμως η πανδημία Covid-19 και σήμερα το τοπίο αλλάζει. Τελικά δε, ο κρατισμός φαίνεται να είναι ο μεγάλος κερδισμένος. Γιατί όμως;
Όπως προκύπτει από τα διαθέσιμα στοιχεία διεθνών οργανισμών και τραπεζών, για μια σχετικά μακριά περίοδο, στους κόλπους της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας οι μοχλεύσεις χρηματοδοτούσαν τον εαυτό τους, διαβρώνοντας τα θεμέλια της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. Τα περισσότερα από τα κέρδη του χρηματοπιστωτικού τομέα επανεπενδύονταν σε χρηματοδότηση τραπεζών, ασφαλιστικών εταιρειών και ακινήτων αντί να προορίζονται για παραγωγικές χρήσεις όπως οι υποδομές ή η καινοτομία. Μόνο το 10% του συνολικού τραπεζικού δανεισμού της Βρετανίας, για παράδειγμα, υποστήριζε μη χρηματοοικονομικές εταιρείες, ενώ το υπόλοιπο πήγαινε σε ακίνητα και χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. Στις προηγμένες οικονομίες, ο δανεισμός για ακίνητα, που αποτελούσε περίπου το 35% του συνολικού τραπεζικού δανεισμού το 1970, έως το 2007 είχε αυξηθεί σε περίπου 60%. Η δομή της χρηματοδότησης τροφοδότησε έτσι ένα σύστημα που βασιζόταν στο χρέος και τις κερδοσκοπικές φούσκες, οι οποίες όταν σκάνε φέρνουν τις τράπεζες και άλλους να εκλιπαρούν για κρατικές διασώσεις.
Ένα άλλο πρόβλημα ήταν και είναι ότι πολλές μεγάλες επιχειρήσεις παραμελούν τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις υπέρ των βραχυπρόθεσμων κερδών. Έχοντας εμμονή με τις αποδόσεις τριμήνου και τις τιμές των μετοχών, οι διευθύνοντες σύμβουλοι και τα εταιρικά συμβούλια επιβραβεύουν τους μετόχους επαναγοράζοντας μετοχές, αυξάνοντας την αξία των υπολοίπων μετοχών και ως εκ τούτου των stock options που αποτελούν μέρος των περισσότερων πακέτων πληρωμών των στελεχών. Την τελευταία δεκαετία, οι εταιρείες του Fortune 500 έχουν επαναγοράσει δικές τους μετοχές αξίας άνω των 3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Αυτές οι επαναγορές επιβαρύνουν την επένδυση σε μισθούς, την κατάρτιση των εργαζομένων, και την έρευνα και ανάπτυξη. Ακόμα χειρότερα, υπονομεύουν και την πιστότητα των εργαζομένων στην επιχείρηση που τους απασχολεί.
Είναι κατάδηλο έτσι ότι για 30 και πλέον χρόνια το σύστημα της ελεύθερης οικονομίας στην ουσία «έτρωγε τον εαυτό του». Διότι πολύ απλά έκανε αναπόφευκτες τις κυβερνητικές παρεμβάσεις. Όπως τονίζει η καθηγήτρια Μαριάνα Ματσουκάτο, γνωστή από το βιβλίο της «Το επιχειρηματικό κράτος», το 2008, η χρηματοπιστωτική κρίση προκλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την υπερβολική πίστωση που ρέει στον τομέα των ακινήτων και των χρηματοπιστωτικών τομέων, διογκώνοντας φούσκες περιουσιακών στοιχείων και χρέους των νοικοκυριών αντί να στηρίζει την πραγματική οικονομία και τη δημιουργία βιώσιμης ανάπτυξης. Η κρίση της Covld-19 μόνο επιδείνωσε όλα αυτά τα προβλήματα. Προς το παρόν, η προσοχή του κόσμου επικεντρώνεται στην επιβίωση από την άμεση υγειονομική κρίση, όχι στην πρόληψη της επερχόμενης κλιματικής κρίσης ή της επόμενης οικονομικής κρίσης. Τα lockdowns έχουν καταστρέψει ανθρώπους που εργάζονται στην επικίνδυνη μη μισθωτή οικονομία. Πολλοί από αυτούς στερούνται τόσο των αποταμιεύσεων όσο και των εργοδοτικών παροχών -δηλαδή της υγειονομικής περίθαλψης και της άδειας ασθένειας- που χρειάζονται για να ξεφύγουν από την καταιγίδα. Στο πλαίσιο αυτό, οι υπέρ του κράτους οικονομολόγοι, όπως για παράδειγμα η καθηγήτρια Μαριάνα Ματσουκάτο, θέτουν επί τάπητος ένα εξόχως σοβαρό θέμα, που είναι αυτό της σχέσης μεταξύ της αξίας και της τιμής ενός προϊόντος. Επειδή δε πρόκειται για σχετικά πολυσύνθετο θέμα, θα επανέλθουμε ξεχωριστά στην προσέγγισή του.
(από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ")