να ανταποκριθεί στα ηλεκτρικά φορτία κατά τους θερινούς μήνες, όποτε αυξάνεται η ζήτηση λόγω τουρισμού και των μεγαλύτερων απαιτήσεων - κυρίως κλιματισμού και ηλεκτρικών συσκευών - των ξενοδοχειακών μονάδων. Γι’ αυτό και έχει δρομολογηθεί η ηλεκτρική διασύνδεση της νήσου με το ηπειρωτικό διασυνδεδεμένο σύστημα μέσω δύο βασικών διασυνδέσεων.
Όπως εξηγήσαμε σε πρόσφατο άρθρο μας (εδώ), η πρώτη διασύνδεση με καλώδιο εναλλασσόμενου ρεύματος 150 kV AC (2X 200 MVA) μήκους 174 χλμ έχει ήδη ολοκληρωθεί και συνδέει την νότιο Πελοπόννησο με την δυτική πλευρά της Κρήτης,πλησίον των Χανίων. Ενώ η δεύτερη διασύνδεση, που θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι τα τέλη 2023, αποτελείται από καλώδιο AC/DC συνολικού μήκους 400 χλμ. και ισχύος 1000MW HVDC (2X500 MW) θα συνδέει την περιοχή Αττικής (από την Πάχη Μεγάρων) με αυτήν της ανατολικής Κρήτης, στην περιοχή Κορακιάς πλησίον του Ηρακλείου.
Ήδη η μικρή διασύνδεση έχει τεθεί σε δοκιμαστική λειτουργία, γεγονός που συνέβαλλε στην επιτυχή αντιμετώπιση της πρόσφατης ανωμαλίας στην ηλεκτροδότηση της νήσου. Με την ολοκλήρωση και της μεγάλης διασύνδεσης σε 2 1/2 χρόνια από σήμερα, εκτιμάται ότι θα έχει αντιμετωπισθεί ριζικά η ηλεκτροδότηση της Κρήτης αφού το ηλεκτρικό της σύστημα θα αποτελεί πλέον μέρος του εθνικού διασυνδεδεμένου συστήματος και, άρα, θα τροφοδοτείται με επιπλέον ηλεκτρική ενέργεια σε περίπτωση που οι τοπικές μονάδες δεν θα μπορούν να αντεπεξέλθουν στην υπερβάλλουσα ζήτηση.
Ίσως το πλέον σημαντικό σε ό, τι αφορά την επιχειρούμενη σήμερα ηλεκτρική διασύνδεση της Κρήτης, μέσω των ανωτέρω δύο διασυνδέσεων, είναι η συμβολή τους στην ενεργειακή μετάβαση της νήσου σε ένα περιβάλλον καθαρής ενέργειας. Σήμερα το ηλεκτρικό σύστημα της Κρήτης βασίζεται σε 24 ρυπογόνες πετρελαϊκές μονάδες διεσπαρμένες σε τρεις βασικές τοποθεσίες (Χανιά, Λινοπεράματα πλησίον του Ηρακλείου και στον Αθερινόλακκο στο νόμο Λασιθίου) με συνολική εγκατεστημένη ισχύ που φθάνει τα 708 MW. Βάσει Κοινοτικών Οδηγιών η καύση πετρελαίου για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στα κράτη μέλη της ΕΕ θα πρέπει να λήξει οριστικά από το 2021 το νωρίτερο μέχρι το 2030 το αργότερο, ανάλογα με τις χρησιμοποιούμενες τεχνολογίες και τα επίπεδα ρύπων της κάθε μιας. Αλλά, όπως προκύπτει από τον 10ετή προγραμματισμό του ΑΔΜΗΕ, στην Κρήτη θα εξακολουθούν να λειτουργούν πετρελαϊκές μονάδες ισχύος 390 MW μέχρι το 2030 παρά το γεγονός ότι θα λειτουργούν πλήρως οι ανωτέρω δυο διασυνδέσεις. Και αυτό διότι η χωρητικότητα των εν λόγω διασυνδέσεων δεν επαρκεί για την πλήρη απεξάρτηση της Μεγαλονήσου από την λειτουργία τοπικών συμβατικών μονάδων που προφανώς χρειάζονται για την παροχή φορτίου βάσης.
Για τους ανωτέρω λόγους, παράγοντες της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας εκτιμούν ότι πολύ σύντομα θα τεθεί θέμα για τρίτη ηλεκτρική διασύνδεση με αρκετά υψηλότερη χωρητικότητα, λχ 2000 MW (2X 1000 MW) - με την επιπλέον δυναμικότητα να προσφέρει την δυνατότητα περαιτέρω αξιοποίησης του τεράστιου δυναμικού ΑΠΕ που διαθέτει η Κρήτη. Να σημειωθεί ότι σήμερα η συνολική εγκατεστημένη ισχύς ΑΠΕ δεν υπερβαίνει τα 300 MW, κυρίως από αιολικά και φωτοβολταϊκά. Με την ολοκλήρωση και της δεύτερης διασύνδεσης θα υπάρξει δυνατότητα περαιτέρω διείσδυσης ΑΠΕ που ίσως φθάσουν τα 600 MW, πλην όμως το σύστημα δεν θα μπορέσει να φιλοξενήσει υψηλότερη εγκατεστημένη ισχύ ΑΠΕ, παρά τις εκτιμήσεις ότι το οικονομικά αξιοποιήσιμο δυναμικό ΑΠΕ στην Κρήτη μπορεί άνετα να υπερβεί τα 2,0 GW. Αυτό θα μπορούσε να αναπτυχθεί μόνο με μεγαλύτερη δυναμικότητα διασύνδεσης με το ηπειρωτικό σύστημα και την προσθήκη συστημάτων αποθήκευσης (αντλησιοταμίευση και μπαταρίες).
Πρόσφατη μελέτη που εκπόνησε το ΙΕΝΕ για λογαριασμό του ΑΔΜΗΕ (εδώ) έχει επεξεργασθεί όλα τα διαφορετικά σενάρια για την ένταξη ενεργειακής αποθήκευσης στο ηλεκτρικό σύστημα της Κρήτης μέχρι το 2030 αξιοποιώντας τις ανωτέρω δύο διασυνδέσεις. Πράγματι, με την προσθήκη στο ενεργειακό σύστημα μονάδων αποθήκευσης μπορεί να ενισχυθεί σημαντικά η δυνατότητα απορρόφησης ενέργειας από μονάδες ΑΠΕ υπό τις παρούσες συνθήκες, δηλ. με την πλήρη λειτουργία των δυο διασυνδέσεων. Έτσι, τόσο η προσθήκη μονάδων αποθήκευσης όσο και η προοπτική μιας τρίτης ηλεκτρικής διασύνδεσης μπορούν να αλλάξουν τα ενεργειακά δεδομένα για την Κρήτη και, από ενεργειακά προβληματική που είναι σήμερα, να μετατραπεί σε καθαρό τροφοδότη του εθνικού ενεργειακού συστήματος και, μάλιστα, με καθαρή ενέργεια.
Όμως, η συμβολή της Κρήτης στην ενεργειακή αναβάθμιση και ισχυροποίηση της Ελλάδας δεν σταματά στην παραγωγή καθαρής ηλεκτρικής ενέργειας μέσω της μεγάλης κλίμακας αξιοποίησης των ΑΠΕ. Η δυνατότητα να μετατραπεί η Μεγαλόνησος σε περιφερειακό ενεργειακό κόμβο (energy hub) είναι πλέον ορατή μέσω της εκμετάλλευσης του πολύ σοβαρού δυναμικού κοιτασμάτων φυσικού αερίου που έχουν εντοπιστεί στις θαλάσσιες περιοχές στα νότια και νοτιοδυτικά της νήσου. Σύμφωνα με στοιχεία που έχει ανακοινώσει η ΕΔΕΥ, στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο έχουν εντοπιστεί συγκεκριμένοι στόχοι που μεταξύ τους περικλείουν ένα δυναμικό φυσικού αερίου της τάξης των 2,5 με 3,0 τρισεκ. κυβ. μέτρα, με το μεγαλύτερο μέρος να αντιστοιχεί στα δυνητικά κοιτάσματα (prospective and contingent) πέριξ της Κρήτης. Πολλά από αυτά τα κοιτάσματα, η δομή των οποίων έχει μεγάλες ομοιότητες με γνωστά κοίτασμα που έχουν ανακαλυφθεί στην Ανατολική Μεσόγειο (λχ. Λεβιάθαν στο Ισραήλ και Ζόρ στην Αίγυπτο) ευρίσκονται εντός των δυο τεράστιων παραχωρήσεων (βλέπε χάρτη) νότιο δυτικά της Κρήτης που έχουν δοθεί στην κοινοπραξία ExxonMobil-Total-ΕΛΠΕ. Με την προοπτική διεξαγωγής ερευνητικών γεωτρήσεων τα επόμενα δυο χρόνια και την επιβεβαίωση της χωρητικότητας των εν λόγω κοιτασμάτων ορισμένα λιμάνια της Κρήτης, σε πρώτη φάση θα μπορέσουν να αναδειχθούν σε κέντρα υποστηρικτής των ερευνητικών γεωτρήσεων, ενώ σε δεύτερη φάση θα εξελιχθούν σε εφοδιαστική κέντρα.
Σε περίπτωση που οι ανωτέρω έρευνες οδηγήσουν στην ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων φυσικού αερίου, όπερ και το πλέον πιθανό, η Κρήτη θα αναδειχθεί σε σημαντικό κέντρο έρευνας και παραγωγής αερίου, αφού μέσω αυτής ή πλησίον αυτής θα δημιουργηθεί το απαραίτητο πλέγμα αγωγών που θα επιτρέψει την διακίνηση και μεταφορά αερίου προς την ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και προς την Ευρώπη - με τον υπό μελέτη αγωγό East Med να παίζει καθοριστικό ρόλο στην εκμετάλλευση και προώθηση του Ελληνικού αερίου.
Τα εν λόγω κοιτάσματα θα είναι ικανά να καλύψουν πλήρως τόσο τις εγχώριες ανάγκες -που από τα 6,0 δισεκ.κυβ.μέτρα σήμερα εκτιμάται ότι θα αυξηθούν στα 10,0 δισεκ. κυβ.μέτρα το 2025- όσο και μέρος των ενεργειακών αναγκών της Ευρώπης, συμβάλλοντας έτσι στην απεξάρτηση από τις εισαγωγές Ρωσικού αερίου. Η δε αξιοποίηση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου της Κρήτης μπορεί να πραγματοποιηθεί πολύ πιο γρήγορα απ' ότι πιστεύει μεγάλη μερίδα ανημέρωτων πολιτικών που σκόπιμα ή αφελώς υποστηρίζει ότι θα χρειασθούν 25 χρόνια! Ουδέν το αναληθέστερο αφού η τεχνολογία εξόρυξης βαθέων κοιτασμάτων έχει αναπτυχθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια έτσι που ο χρόνος από την ανακάλυψη μέχρι την εκμετάλλευση έχει περιορισθεί σε λιγότερο από 30 μήνες, όπως έδειξε η περίπτωση του κοιτάσματος Ζορ στην Αίγυπτο.