Στα ύψη κινούνται οι τιμές του αργού πετρελαίου στις διεθνείς αγορές καθώς ο OPEC και οι σύμμαχοί του δεν μπόρεσαν να καταλήξουν σε συμφωνία για την παραγωγή τους για το επόμενο διάστημα. Οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν την Δευτέρα το απόγευμα χωρίς να έχει ορισθεί ημερομηνία για την επανέναρξή τους. Το αποτέλεσμα ήταν η τιμή του Brent, του διεθνούς benchmark, να εκτοξευθεί στα 77,5 δολάρια το βαρέλι στην απογευματινή συνεδρίαση στο ICE του Λονδίνου στις 6/7, σημειώνοντας το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 3 ετών. Βασικός παράγοντας ανησυχίας είναι η έως τώρα η αυξανόμενη ένταση ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα

Την Παρασκευή (2/7) κατά τη διάρκεια διαδικτυακής συνεδρίασης, τα περισσότερα μέλη του OPEC συμφώνησαν αρχικά σε αύξηση της παραγωγής περίπου κατά 400,000 βαρέλια ημερησίως από τον Αύγουστο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2021, αλλά και για την παράταση των περικοπών, που ήδη εφαρμόζονται, μέχρι το τέλος του 2022. Ωστόσο, οι ενστάσεις των ΗΑΕ απέτρεψαν την επίτευξη συμφωνίας, όπως δήλωσαν πηγές του Reuters.

Η διπλωματική διαμάχη μεταξύ των δύο μακροχρόνιων συμμάχων, των οποίων όμως τα συμφέροντα αποκλίνουν όλο και περισσότερο, ανάγκασε το διεθνές καρτέλ πετρελαίου να διακόψει δύο φορές τις συνομιλίες που ξεκίνησαν την περασμένη εβδομάδα.

Τις τελευταίες εβδομάδες οι χώρες μέλη του OPEC συζητούν την πολιτική που πρέπει να ακολουθήσει το καρτέλ όσον αφορά τις περικοπές παραγωγής την υπόλοιπη χρονιά αλλά και το 2022, ενώ η λύση στο αδιέξοδο που έχει προκληθεί θα διαμορφώσει τις συνθήκες τις αγοράς για το επόμενο έτος. Η διαμάχη μεταξύ των δύο βασικών παραγωγών έγινε δημόσια την Κυριακή, με τις δύο χώρες να αποκαλύπτουν τις διαφορές στους τηλεοπτικούς δέκτες. Το Ριάντ επέμεινε στο σχέδιό του, το οποίο έχει στήριξη από άλλα μέλη του OPEC +, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, ότι ο οργανισμός πρέπει να αυξήσει σταδιακά την παραγωγή του τους επόμενους μήνες, καθώς και να παρατείνει την ευρύτερη συμφωνία του μέχρι το τέλος του 2022, προκειμένου να επιτευχθεί σταθερότητα στην διεθνή αγορά πετρελαίου.

«Πρέπει να επεκτείνουμε τη συμφωνία», δήλωσε ο υπουργός Ενέργειας της Σαουδικής Αραβίας, πρίγκιπας Αμπντουλαζίζ μπιν Σαλμάν,  σε συνέντευξή του στην τηλεόραση του Bloomberg την Κυριακή το βράδυ. «Όμως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα απορρίπτουν την παράταση της υφιστάμενης συμφωνίας υποστηρίζοντας μόνο βραχυπρόθεσμη αύξηση της παραγωγής και απαιτούν καλύτερους όρους για τη χώρα τους το 2022».

«Τα ΗΑΕ υποστηρίζουν την άνευ όρων αύξηση της παραγωγής, την οποία απαιτεί η αγορά», δήλωσε ο Αλ Μαζρουέι, υπουργός Ενέργειας των Εμιράτων μιλώντας νωρίτερα την Κυριακή στην τηλεόραση του Bloomberg. Ωστόσο, η απόφαση παράτασης της συμφωνίας μέχρι το τέλος του 2022 είναι «περιττό να ληφθεί τώρα», είπε. Στο επίκεντρο της διαμάχης είναι το επίπεδο βάσει του οποίου αποφασίζονται οι μειώσεις παραγωγής, με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα να υποστηρίζουν ότι πρέπει να αξιολογηθεί εκ νέου. Αναφέρουν δε ότι η ποσόστωση τους, που ανέρχεται σε περίπου 3,2 εκατ. βαρέλια την ημέρα από τον Απρίλιο του 2020, είναι πολύ χαμηλή και θα πρέπει να γίνει νέος υπολογισμός ξεκινώντας από τα  3,8 εκατ. βαρέλια την ημέρα σε ό,τι αφορά την επέκταση της συμφωνίας έως το 2022.

Υπενθυμίζεται ότι ο OPEC + συμφώνησε πέρυσι τον Απρίλιο να μειώσει την παραγωγή του κατά περίπου 10 εκατ. βαρέλια την ημέρα, με στόχο τη σταδιακή κατάργηση των περιορισμών έως τον Απρίλιο του 2022, ενώ στις αρχές του 2020 η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου είχε διαμορφωθεί στα 100 εκ. βαρ/ημέρα.

Όπως επισημαίνει το CNBC, αν δεν υπάρξει συμφωνία οι τιμές του πετρελαίου θα μπορούσαν να εκτροχιαστούν, υπονομεύοντας την αδύναμη ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας. Δεν μπορεί να αποκλειστεί ένας πόλεμος τιμών, αν και οι αναλυτές δεν θεωρούν πως αυτή είναι η πιθανότερη έκβαση. Σύμφωνα, άλλωστε, με το Bloomberg, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ενέτειναν το αδιέξοδο. Η ένταση έχει επηρεάσει τα περισσότερα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια που έχουν στραμμένο το βλέμμα στην κρίσιμη συνεδρίαση του OPEC +, όπου θα συνεχιστεί η συζήτηση σχετικά με την πρόταση για αύξηση της παραγωγής κατά 400.000 βαρέλια ημερησίως μηνιαίως από τον Αύγουστο έως τον Δεκέμβριο. Ζητούμενο της πρότασης είναι να διατεθούν στην αγορά επιπλέον 2 εκατομμύρια βαρέλια αργού ημερησίως για το υπόλοιπο του 2021.

Η άνοδος των τιμών του πετρελαίου θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέα κατάρρευση της ζήτησης και να υπονομεύσει την ανάκαμψη, τη στιγμή που οι περισσότερες οικονομίες επαναλειτουργούν μετά την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην εμβολιαστική διαδικασία. Πρόκειται για έναν σπάνιο δημόσιο «καβγά» μεταξύ συμμάχων, των οποίων τα εθνικά συμφέροντα έχουν αποκλίνει σημαντικά, επιδρώντας στον καθορισμό της πολιτικής του OPEC και των συμμάχων του σε μια στιγμή που αυξάνεται η ζήτηση για πετρέλαιο, καθώς οι οικονομίες επιχειρούν να ανακάμψουν από την πανδημία.

Αλλά ένα πιο δραματικό σενάριο βρίσκεται επίσης στο τραπέζι και αφορά την ενότητα του ίδιου του OPEC που μπορεί να καταρρεύσει εντελώς αφήνοντας το παιχνίδι χωρίς κανόνες για όλους, ενδεχόμενο που θα οδηγούσε τις τιμές σε πλήρη κατάρρευση επαναλαμβάνοντας το σκηνικό του Μαρτίου 2020. Τότε επρόκειτο για μια διαφωνία μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και της Ρωσίας που πυροδότησε έναν πόλεμο τιμών. Ένα σχεδόν χρόνο μετά τον πόλεμο των τιμών που έληξε με ανακωχή, τα ΗΑΕ αναστατώνουν την αγορά και πάλι ανακοινώνοντας την πρόθεσή τους να αποχωρήσουν από το καρτέλ. Αντιδρώντας στην έλλειψη της ζήτησης πετρελαίου που προκάλεσε η πανδημία COVID-19, ο OPEC + συμφώνησε, τον Απρίλιο του 2020 να μειώσει την παραγωγή κατά περίπου 10 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου την ημέρα από τον Μάιο του 2020, με προοπτική για τη σταδιακή κατάργηση των περιορισμών μέχρι το τέλος Απριλίου 2022. Σήμερα το επίπεδο της μείωσης είναι περίπου στα 5,8 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως.

 

Σε περίπτωση αποχώρησης των ΗΑΕ από τις αγκάλες του OPEC, του οποίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος το 1967, θα τεθεί σε κίνδυνο η συνοχή ενός από τα πλέον επιτυχή καρτέλ όλων των εποχών. Αναλυτές της αγοράς με καλή γνώση των διεργασιών εντός του "Οργανισμού" εκτιμούν ότι τελικά θα υπάρξει νέα διαπραγμάτευση μεταξύ ΗΑΕ και της Σαουδικής Αραβίας, του de facto ηγέτη του οργανισμού, με στόχο την αύξηση της καθημερινής ποσόστωσης των ΗΑΕ. Ταυτόχρονα εξετάζεται η δυνατότητα για την πλήρη ενσωμάτωση στον Οργανισμό, ως κανονικά μέλη, της Ρωσίας και του Καζακστάν.