Με ένα μεγάλο μέρος των καταστροφών να παρατηρούνται σε περιοχές που μέχρι πριν λίγα μόλις χρόνια δεν κατοικούντο καν από τον άνθρωπο (εδώ) γιατί απλούστατα λόγω κλιματικών συνθηκών δεν θεωρούνται κατάλληλες (λ. χ. δασικές εκτάσεις λίαν ευάλωτες σε πυρκαγιές, παραθαλάσσιες περιοχές με γνωστή έκθεση σε τυφώνες και ανεμοστρόβιλους, ορεινές τοποθεσίες με σαθρό υπέδαφος, κλπ.).
Αλλά και στην περίπτωση ενός δυνατού καύσωνα, πράγμα απόλυτα συνηθισμένο για μια μεσογειακή χώρα όπως η Ελλάδα, με σχεδόν ετήσια εμφάνιση τις τελευταίες χιλιετίες (επίσης καλά καταγεγραμμένο από πολλούς κλασικούς συγγραφείς), τα ΜΜΕ εμφανίζονται και πάλι στο προσκήνιο ως νέοι Επιμηθείς με απίθανες ιστορίες για το πώς η Κλιματική Αλλαγή, αλλά και ο ίδιος ο άνθρωπος, που υποτίθεται ότι την προκαλεί, είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για την αλλόκοτη συμπεριφορά της φύσης. Και ενώ τα ρεπορτάζ βρίθουν από ανακριβείς πληροφορίες για τις εμφανιζόμενες θερμοκρασίες σε διάφορα σημεία της χώρας (ή της υφηλίου - βλέπε πρόσφατο φαινόμενο στις βορειοδυτικές πολιτείες του Καναδά και των ΗΠΑ) ουδείς ασχολείται με το τι αντιπροσωπεύουν αυτά τα νούμερα και υπό ποιες συνθήκες καταγράφονται οι δήθεν υψηλές θερμοκρασίες.
Γιατί όταν καταγράφεις μια υψηλή θερμοκρασία, (λ. χ. 42 βαθμούς Κελσίου), έστω υπό σκιάν, στην μέση της Αθήνας, αυτή δεν έχει ουδεμία σχέση με την πραγματική μέση θερμοκρασία του Λεκανοπεδίου. Και αυτό γιατί στην πυκνοδομημένη αστική Αθήνα οι θερμοκρασίες είναι πάντοτε ενισχυμένες κατά 3 με 5 βαθμούς Κελσίου, σε σύγκριση με τα προάστια, λόγω του πολύ γνωστού φαινομένου των θερμοκρασιακών νησίδων (heat islands), αφού οι τοίχοι και άλλα συμπαγή σώματα ακτινοβολούν συνεχώς συσσωρευμένη θερμότητα στο περιβάλλον που επηρεάζει προς τα πάνω την καταγραφή της θερμοκρασίας.
Και δυστυχώς συνεχίζεται αυτή η ακατάσχετη κινδυνολογία, βασισμένη σε τελείως έωλα στοιχεία, με δημοσιογραφικές προειδοποιήσεις για την μεγάλη αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη τα τελευταία χρόνια και ακόμα μεγαλύτερης τις επόμενες δεκαετίες (μιλάμε για συνολική αύξηση +0,5 βαθμοί Κελσίου τα τελευταία 200 χρόνια!), για την ερημοποίηση που αντιμετωπίζει η χώρα (παραβλέποντας ότι αυτή έχει ήδη επιτευχθεί απ’ άκρη σ’ άκρη λόγω της ευρύτατης τσιμεντοποίησης κάθε ελεύθερου τετραγωνικού μέτρου) και την αύξηση της στάθμης της θάλασσας κατά 60 εκατοστά τα επόμενο 100 χρόνια (με την τακτική αυξομείωση της στάθμης της θάλασσας ακόμα και κατά 1,0 με 1,5 μέτρο τους τελευταίους αιώνες στην Μεσογειακή λεκάνη να αποτελεί ένα καλά καταγεγραμμένο φαινόμενο).
Μπορεί η παρατηρούμενη Κλιματική Αλλαγή να επηρεάζει σποραδικά ορισμένα καιρικά φαινόμενα λόγω της υπερθέρμανσης ηήψύξης μεγάλων αερίων μαζών σε ορισμένα μέρη της υφηλίου, όμως επ’ ουδενί μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για κάθε νεροποντή, χιονοθύελλα, κατολίσθηση ή καύσωνα. Τα φαινόμενα αυτά είναι γνωστά, τακτικά και αναμενόμενα και πάντοτε συνέβαιναν στην μακραίωνο ιστορία του ανθρώπινου γένους. Γι’ αυτό η σκόπιμα καλλιεργούμενη κινδυνολογία, από ΜΜΕ και κυβέρνηση, για την Κλιματική Αλλαγή και το πώς αυτή ευθύνεται για κάθε είδους καιρικό φαινόμενο σαφώς κρύβει ύποπτες σκοπιμότητες σε μια προσπάθεια να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη από τα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο πολίτης στην καθημερινότητα του ή η χώρα, πότε με την μη υποχωρούσα πανδημία του κορωνοϊού, πότε με την αυξανόμενη Τουρκική απειλή και άλλοτε με την παραπαίουσα οικονομία και την υψηλή ανεργία.
Δυστυχώς το αφήγημα της Κλιματικής Αλλαγής έχει βαθιές ρίζες, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παγκοσμίως και κυρίως στην Ευρώπη, αφού με δικαιολογία την αντιμετώπισή της ξοδεύονται κολοσσιαία χρηματικά ποσά σε κάθε μορφής προγράμματα από τις κυβερνήσεις και την Κομισιόν, ενώ έχει εκθρέψει και συντηρεί στρατιές από ακριβοπληρωμένους υπαλλήλους και εμπειρογνώμονες σε όλες τις χώρες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το πρόσφατα (εδώ) ανακοινωθέν «ολοκληρωμένο πρόγραμμα εκπαιδευτικών υπηρεσιών για τη πρόληψη και αντιμετώπιση φυσικών κινδύνων που προκαλούνται από την Κλιματική Αλλαγή», που θα υλοποιηθεί από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, με συγχρηματοδοτούμενη δημόσια δαπάνη ύψους € 3,5 εκατ. - χρήματα που ασφαλώς θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν πολύ πιο αποδοτικά για να καλύψουν άλλες πλέον πιεστικές δαπάνες, ιδιαίτερα την ενίσχυση της υγειονομικής υποδομής της χώρας.