Η εξαγορά των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά από τον εφοπλιστή Γιώργο Προκοπίου ήταν αναμφισβήτητα μια καλή είδηση για την χώρα μας. Ωστόσο είχε και μια άλλη πτυχή,  που ξεπερνάει τα ελληνικά σύνορα. Ανέδειξε εκ νέου την σκληρή μάχη που εξελίσσεται μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας για την ενίσχυση της επιρροής τους  στην Ανατολική Μεσόγειο και όχι μόνο. Μια μάχη που διεξάγεται με αρκετά μεγάλη ένταση και επί ελληνικού εδάφους. Η κινέζικη Cosco έχει τον έλεγχο

του λιμανιού του Πειραιά και οι ΗΠΑ είναι έτοιμες να επενδύσουν για την αναβάθμιση του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης, με στόχο να ανταγωνιστεί στο μέλλον ακόμη και αυτό της Κωνσταντινούπολης.

Σε κάθε περίπτωση το λιμάνι του Πειραιά συνεχίζει να αποτελεί το «μήλον της έριδος» μεταξύ των δύο πλευρών, με την Ουάσιγκτον να πιέζει την Αθήνα ώστε να μην κάνει άλλες παραχωρήσεις στο Πεκίνο. Διόλου τυχαίο ότι ο Πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας Σι Τζιπίνγκ  κατά την πρόσφατη  τηλεφωνική συνομιλία με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ζήτησε την παραχώρηση στην Cosco και του υπολοίπου 16% των μετοχών του ΟΛΠ. Το αίτημα αυτό παραμένει “σε εκκρεμότητα” παρ’ ότι οι Κινέζοι προσέφεραν ισχυρές εγγυήσεις και δεσμεύθηκαν για περαιτέρω αναπτυξιακά έργα.  Είναι γεγονός ότι η θέση της ελληνικής κυβέρνησης είναι δύσκολη, καθώς δεν θέλει και δεν πρέπει να μπει ανάμεσα σε αυτό τον «πόλεμο» γιγάντων. Το μόνο βέβαιο είναι ωστόσο ότι η πώληση των σημαντικών αυτών Ναυπηγείων σε Έλληνα εφοπλιστή εξυπηρετεί εμμέσως πλην σαφώς τα αμερικανικά συμφέροντα καθώς αποτελεί ανάχωμα στην προσπάθεια του Πεκίνου να ενισχύσει την παρουσία του στην χώρα μας αλλά και στην ευρύτερη περιοχή.

Ο Αμερικανός Προέδρος Τζο Μπάιντεν έχει άλλωστε καταστήσει σαφές ότι βασικός αντίπαλος των ΗΠΑ είναι πλέον το Πεκίνο. Αυτό έγινε ακόμη πιο ξεκάθαρο και κατά την πρώτη επίσκεψη του Τζο Μπάιντεν στην Ευρώπη, όπου μεταξύ άλλων επιχείρησε  να δημιουργήσει μια  ευρύτερη συμμαχία με τους Ευρωπαίους -μέσω και του ΝΑΤΟ- με στόχο την Κίνα,  χωρίς ωστόσο επιτυχία. Η αιτία της αμερικανικής αυτής εμμονής είναι προφανής. Σύμφωνα με όλες οι προβλέψεις, γύρω στο 2030 η κινεζική οικονομία θα ξεπεράσει σε μέγεθος την αμερικανική. Αν όλα πάνε ακριβώς όπως τα έχει σχεδιάσει η Κίνα και δεν προκύψουν προβλήματα -από τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις έως τις διεθνείς σχέσεις- τότε θα μπορούσε να φτάσει τις ΗΠΑ μέσα στην επόμενη δεκαετία.

Επιπλέον η Κίνα ενισχύει διαρκώς το πυρηνικό της οπλοστάσιο, ενώ ο στρατός της είναι ο μεγαλύτερος στον κόσμο με προσωπικό 2 εκατομμυρίων και νομοτελειακά -και αρκετά σύντομα- θα γίνει ισχυρότερος από εκείνο των ΗΠΑ. Μία αναφορά του Πενταγώνου προς το Κογκρέσο το 2020 εκτίμησε ότι το απόθεμα πυρηνικών κεφαλών της Κίνας "είναι μεταξύ 200 και 250" ενώ εκτιμάται ότι αυτό τουλάχιστον θα διπλασιαστεί, καθώς το Πεκίνο αυξάνει και εκσυγχρονίζει τις ένοπλες δυνάμεις του. Αναλυτές εκτιμούν ότι οι ΗΠΑ έχουν περίπου 3.800 πυρηνικές κεφαλές και, σύμφωνα με στοιχεία του αμερικανικού υπουργείου των Εξωτερικών, οι 1.357 από αυτές ήταν ανεπτυγμένες την 1η Μαρτίου. Μάλιστα στις αρχές του μηνός οι ΗΠΑ κάλεσαν την Κίνα να συνεργαστεί μαζί τους "σε πρακτικά μέτρα για τη μείωση των κινδύνων από μια αποσταθεροποιητική κούρσα εξοπλισμών".

Κατά την διάρκεια της πρόσφατης ομιλίας του με την ευκαιρία των 100 ετών από την ίδρυση του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος,  ο Κινέζος Πρόεδρος προειδοποίησε τις ξένες δυνάμεις που προσπαθούν να εκφοβίσουν τη χώρα του ότι «θα σπάσουν τα κεφάλια τους», δεσμεύθηκε να ενισχύσει τον στρατό της Κίνας, να προχωρήσει στην επανένωση της Ταϊβάν και παράλληλα επισήμανε ότι θα διασφαλιστεί η κοινωνική σταθερότητα στο Χονγκ Κονγκ και θα προστατευθούν η κυριαρχία και η ασφάλεια της Κίνας.«Η Κίνα, η γρήγορη στρατιωτική άνοδος της οποίας έχει προκαλέσει ανησυχία στους γείτονές της και τη Δύση, θα ενισχύσει τις ένοπλες δυνάμεις της προκειμένου να διασφαλίσει την κυριαρχία της, την ασφάλεια και την ανάπτυξή της», επεσήμανε  ο Σι.

‘Οσο για την θέση της Ευρώπης στην γεωπολιτική αυτή σκακιέρα, οι προβολές για την οικονομική και γεωπολιτική σημασία των μεγάλων διεθνών πόλων δείχνουν ότι η ΕΕ χάνει συνεχώς έδαφος. Σύμφωνα με στοιχεία της Κομισιόν, σε 20 χρόνια το ευρωπαϊκό ΑΕΠ δεν θα υπερβαίνει το 11% του παγκόσμιου, πολύ πίσω από την Κίνα που θα είναι κοντά στο 22% και πίσω από τις ΗΠΑ, οι οποίες θα πέσουν στο 14%. Η Ευρώπη θα έχει τη στιγμή εκείνη το ίδιο οικονομικό μέγεθος με την Ινδία, η οποία θα αναδειχθεί και αυτή σε υπερδύναμη και ενδεχομένως, για δημογραφικούς λόγους, να ξεπεράσει κάποια στιγμή και την Κίνα σε οικονομικό μέγεθος ύστερα από τρεις δεκαετίες.