Εξάλλου ο Ραϊσί είναι μέλος του Συμβουλίου των Ειδικών, που διορίζει τον ανώτατο ηγέτη.
Αν πιστέψουμε όμως τα όσα λέει για αυτόν ένας Ιρανός ρεφορμιστής πολιτικός, δεν διαθέτει ούτε το επαναστατικό παρελθόν του Χαμενεΐ, αλλά ούτε το πολιτικό και πολιτιστικό κύρος, καθώς και τη ρητορική δεινότητά του. Εν τούτοις, για τον 60χρονο υπερσυντηρητικό, πρώην επικεφαλής της Δικαστικής Αρχής του Ιράν, η αναρρίχηση στα ανώτατα πολιτικά αξιώματα μιας χώρας, που κλυδωνίζεται εσχάτως από βίαιες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, δεν ήταν το επιθυμητο σενάριο των Δυτικών, καθώς, μάλιστα κατηγορείται για σωρεία παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το όνομά του συγκαταλέγεται μεταξύ των Ιρανών αξιωματούχων στους οποίους έχουν επιβληθεί κυρώσεις από τις ΗΠΑ.
Ο ίδιος όμως, με το μαύρο τουρμπάνι στο κεφάλι, παρουσιάζεται ως υπερασπιστής των φτωχών, υπέρμαχος της μάχης κατά της διαφθοράς και θιασώτης της τάξης. Αυτή η φήμη του ήταν που τον βοήθησε να συγκεντρώσει περισσότερο από το 62% των ψήφων από τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών και έτσι, τον άλλο μήνα θα διαδεχθεί τον Χασάν Ροχανί.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Ραϊσί κατέβαινε υποψήφιος για την προεδρία της χώρας. Το είχε κάνει ξανά το 2017 μόνο που εκείνη τη χρονιά δεν μάζεψε παρά ένα μάλλον ισχνό 38% της λαϊκής ψήφου.
Ο Ραϊσί διορίστηκε γενικός εισαγγελέας της Καράζ, μιας περιοχής κοντά στην Τεχεράνη, σε ηλικία μόλις 20 ετών, αμέσως μετά την Ισλαμική Επανάσταση του 1979. Για περισσότερο από 30 χρόνια εργάστηκε σε διάφορες θέσεις του δικαστικού συστήματος, όπως, γενικός εισαγγελέας της Τεχεράνης από το 1989 ως το 1994 και αναπληρωτής επικεφαλής της Δικαστικής Αρχής από το 2004 ως το 2014, όταν και προτάθηκε για να αναλάβει το αξίωμα του γενικού εισαγγελέα του Ιράν, ενώ το 2019 διορίστηκε επικεφαλής της Δικαστικής Αρχής.
Ο Ραϊσί, που φορά πάντα το μαύρο τουρμπάνι του «σεγιέντ» (απόγονου του Μωάμεθ), παρακολούθησε τα μαθήματα θρησκευτικών και ισλαμικού δικαίου του αγιατολάχ Χαμενεΐ.
Σύμφωνα με την επίσημη βιογραφία του, από το 2018 δίδαξε και ο ίδιος ένα σιιτικό σεμινάριο στη Μασχάντ. Γνωρίζοντας ωστόσο ότι θα πρέπει να προσπαθήσει να συσπειρώσει την ιρανική κοινωνία που είναι διχασμένη στο θέμα των ατομικών ελευθεριών – στο οποίο ο Ροχανί απογοήτευσε παρά τις υποσχέσεις του- ο Ραϊσί δεσμεύθηκε να αναχθεί σε υπερασπιστή «της ελευθερίας της έκφρασης», των «θεμελιωδών δικαιωμάτων όλων των Ιρανών» και της «διαφάνειας». Αυτές τις δεσμεύσεις οι μεταρρυθμιστές και οι μετριοπαθείς δεν τις πιστεύουν και θεωρούν τον Ραϊσί "αχυράνθρωπο" και στην ουσία, ανίκανο να κυβερνήσει.
Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι θέλει να σχηματίσει «μια κυβέρνηση του λαού για ένα ισχυρό Ιράν» και υπόσχεται να εξαλείψει «τις εστίες διαφθοράς». Για την ιρανική αντιπολίτευση που βρίσκεται στην εξορία το όνομα του Ραϊσί συνδέεται με τις μαζικές εκτελέσεις μαρξιστών και αριστερών κρατούμενων το 1988, την εποχή που ήταν αναπληρωτής εισαγγελέας του επαναστατικού δικαστηρίου της Τεχεράνης.
Όταν ρωτήθηκε το 2018 και το 2020 για αυτή τη μαύρη σελίδα στην πρόσφατη ιστορία του Ιράν, ο Ραϊσί αρνήθηκε ότι ενεπλάκη με τον οποιονδήποτε τρόπο, αν και άφησε να εννοηθεί ότι εκτελούσε εντολές του Χομεϊνί, ιδρυτού της Ισλαμικής Δημοκρατίας...
Η εκλογή του Ραϊσί λαμβάνει χώρα σε μια περίοδο που οι ΗΠΑ και το Ιράν κάνουν μια προσπάθεια να αποκαταστήσουν την πυρηνική συμφωνία για την Τεχεράνη, από την οποία αποχώρησε ο Τραμπ το 2018 επιβάλλοντας σκληρές κυρώσεις σε Ιρανούς αξιωματούχους. Αν και σήμερα οι δύο πλευρές δηλώνουν πρόθυμες να συνεχίσουν τις συζητήσεις, η ένταση έχει ανέβει αφού η Τεχεράνη έχει περιορίσει τους ελέγχους της διεθνούς κοινότητας και, σύμφωνα με πληροφορίες, η χώρα έχει αυξήσει τα επίπεδα εμπλουτισμού ουρανίου.
Σήμερα, ο Ραϊσί αρέσκεται να απεικονίζεται ως ένας πολιτικός που ανέχεται τους επικριτές του. Μάλιστα, στη διάρκεια της πρόσφατης προεκλογικής εκστρατείας είχε υποστηρίξει με μια δόση αυταρέσκειας ότι ως επικεφαλής του δικαστικού σώματος δεν έχει κλείσει καμία εφημερίδα, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα για το άτομό του...
Όσον αφορά στα καθαρά ζητήματα πολιτικής, τάσσεται υπέρ μιας πιο αυστηρής γραμμής στις διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζει πως είναι απόλυτη ανάγκη να αρθούν οι αμερικανικές κυρώσεις για να αναπνεύσει η οικονομία της χώρας.