Με το μεγαλύτερο τμήμα της πολυπληθούς ηγετικής ομάδας να αποτελεί συνέχεια των ακραιφνών Μουζαχεντίν που εκδίωξαν τους Σοβιετικούς (1979-1989) και κυβέρνησαν στυγνά τη χώρα την περίοδο 1996-2001 βάσει ενός ακραίου ισλαμικού καθεστώτος. Καταστρέφοντας λατρευτικούς χώρους άλλων θρησκειών και σχετικά έργα τέχνης, απαγορεύοντας την εργασία και την εκπαίδευση στις γυναίκες και παρέχοντας άσυλο και υποστήριξη σε ισλαμικές τρομοκρατικές ομάδες, μεταξύ άλλων στην Αλ Κάιντα και τον αρχηγό της τον Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Ο ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ για την εξωτερική πολιτική, Ζοζέπ Μπορέλ, χαρακτήρισε «Καταστροφή» και «εφιάλτη» τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν μιλώντας την περασμένη Πέμπτη (19/8) στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ο Ισπανός αξιωματούχος ανέφερε χαρακτηριστικά, «…πρόκειται περί μιας καταστροφής για τον αφγανικό λαό, για τις αξίες και την αξιοπιστία της Δύσης και για τις εξελίξεις στις διεθνείς σχέσεις. Οι εξελίξεις γεννούν πολλά ερωτήματα για την εικοσαετή εμπλοκή της Δύσης στη χώρα και το τι μπορέσαμε να πετύχουμε». Μόνο που οι Ταλιμπάν και τα εκατομμύρια των οπαδών τους ,που συνιστούν την συντριπτική πλειοψηφία του Αφγανικού λαού, δεν δίδουν πεντάρα τσακιστή για τις αξίες της Δύσης παραμένοντας σταθερά προσηλωμένοι στο Ισλάμ και τα κηρύγματα του.
Μπορεί η αρχηγική ομάδα των Ταλιμπάν, υπό τον Μουλά Αμπντούλ Γάνι Μπαραντάρ, το μέχρι σήμερα δημόσιο πρόσωπο της ηγετικής ομάδας, να υποστηρίζει ότι το νέο καθεστώς δεν έχει εκδικητικές βλέψεις και θα κυβερνήσει με μετριοπάθεια αποβλέποντας στην νομιμοποίηση του στην διεθνή σκηνή όμως τα πρώτα δείγματα γραφής είναι μάλλον αρνητικά και δεν φαίνεται να πείθουν. Όπως δεν πείθουν και οι δηλώσεις του ότι το καθεστώς θα σεβαστεί τα δικαιώματα των πολιτών, ιδίως των γυναικών, αφού η δικαιοσύνη θα απονέμεται και πάλι αποκλειστικά βάσει του ισλαμικού νόμου της Σαρίας, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για την καθημερινότητα στην νέα τάξη πραγμάτων.
Η νέα ισότιμη και δικαιοκρατική κοινωνία που υπόσχονται οι Ταλιμπάν να διαμορφώσουν κατά τα επόμενα χρόνια στο Αφγανιστάν των 37 εκατομμυρίων κατοίκων, βάσει δηλώσεων του Zabihullah Mujahid του επίσημου εκπροσώπου των, θα βασιστεί αποκλειστικά στον ισλαμικό τρόπο διακυβέρνησης. Οι κάθε είδους αποκλίσεις θα τιμωρούνται αυστηρά και παραδειγματικά ενώ η θέση της γυναίκας στην κοινωνία θα έχει σαφώς δευτερεύουσα θέση, με την εργασία να επιτρέπεται σε αυτήν για ένα πολύ περιορισμένο κύκλο επαγγελμάτων. Ενώ άγνωστο παραμένει εάν θα επιτραπεί τελικά η εκπαίδευση στις γυναίκες ο ρόλος των οποίων σε κάθε περίπτωση περιορίζεται στην τεκνοποίηση και στα οικιακά καθήκοντα.
Ίσως το πλέον ανησυχητικό στοιχείο που χαρακτηρίζει το νέο Αφγανικό καθεστώς σε σχέση με την εσωτερική και εξωτερική πολιτική που πρόκειται να ακολουθήσει είναι η δηλωμένη ποικιλότροπα προσήλωση του στην Τζιχάντ, δηλαδή τον ιερό πόλεμο στον οποίο οφείλει να συμμετέχει κάθε μωαμεθανός που έχει στόχο την εξάπλωση του ισλαμισμού. Με τους Ταλιμπάν να δηλώνουν πλήρη αφοσίωση στο «Τζιχάντ αλ Σαΐφ», δηλαδή το έναν από τους τέσσερις τρόπους που ένας μουσουλμάνος οφείλει να μάχεται. Με τις άλλες τρεις τζιχάντ να αφορούν τον εαυτό η το πνεύμα, (αλ-νάφς), την γλώσσα (αλ-λισάν) και του χεριού, δηλ. τις πράξεις (αλ-γιάντ)
Σύμφωνα με καλά ενημερωμένες πηγές προσκείμενες σε γνωστή μυστική υπηρεσία Δυτικής χώρας η ολική επαναφορά των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν μόνο υψηλό κίνδυνο μπορεί να σημαίνει για την διεθνή ασφάλεια για αυτό εδώ και εβδομάδες έχει σημάνει συναγερμός και στις δύο όχθες του Ατλαντικού αλλά και στην Μόσχα. Οι ανωτέρω πηγές θεωρούν ότι είναι θέμα μερικών μηνών η επανεμφάνιση στρατοπέδων (κεκαλυμμένα και υπό νέα διεύθυνση) για την εκπαίδευση μιας νέας γενιάς τρομοκρατών και την ανάδειξη του Αφγανιστάν ως της νέας Μέκκας της διεθνούς ισλαμικής τρομοκρατίας. Χωρίς να προσφύγουν απαραίτητα στις ακρότητες του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) οι Ταλιμπάν εμφανίζονται το ίδιο αποφασισμένοι να εξάγουν την ισλαμική τρομοκρατία ανά την υφήλιο, σε μια προσπάθεια να κερδίσουν το χαμένο έδαφος των τελευταίων 20 ετών και να αναδείξουν εαυτούς άξιους μαχητές του Ισλάμ κερδίζοντας αναγνώριση και κύρος στον ευρύτερο ισλαμικό κόσμο.
Βάσει πληροφοριών που έχουν συλλεχθεί τους τελευταίους μήνες από πηγές εντός του Αφγανιστάν και πολύ πρόσφατης αξιολόγησης από την ανωτέρω υπηρεσία, η προώθηση του σουνιτικού Ισλάμ σε διεθνές επίπεδο μέσω συνδυασμένων δράσεων, συμπεριλαμβανομένων και του ένοπλου αγώνα, αποτελεί βασικό και διαρκή στόχο του καθεστώτος των Ταλιμπάν. Μπορεί η νέα Αφγανική κυβέρνηση στην προσπάθεια της να αποκτήσει διεθνή νομιμοποίηση, αλλά και στο πλαίσιο της συμφωνίας του Φεβρουαρίου 2020 μεταξύ Ταλιμπάν και ΗΠΑ, να μην θελήσει να διαφημίσει τους απώτερους στόχους της ως προς την υποστήριξη μιας νέας Τζιχάντ όμως τον ρόλο αυτό μπορούν σιωπηλά να αναλάβουν οι διάφορες ισλαμικές τρομοκρατικές ομάδες που ήδη εδώ και καιρό έχουν βρει καταφύγιο σε διάφορες επαρχίες του Αφγανιστάν.
Υπό αυτή την έννοια η υποστήριξη από τους Ταλιμπάν της Αλ Κάιντα- η οποία υπέστη συντριπτικό πλήγμα μετά την εξόντωση του Οσάμα Μπιν Λάντεν στις 2 Μαΐου 2011- και άλλων εξτρεμιστικών οργανώσεων θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Σε ότι αφορά την πρώτη, μια σειρά από νέα ανησυχητικά στοιχεία έχουν προκύψει το τελευταίο διάστημα που ενισχύουν την άποψη ότι πολύ σύντομα θα βιώσουμε την δυναμική επανεμφάνιση της. Σύμφωνα με μια έκθεση αξιολόγησης του US Department of Defense (DOD) του Δεκεμβρίου 2020 στελέχη της Αλ Κάιντα στο Αφγανιστάν «δεν συνιστούν σοβαρή απειλή καθότι τα τελευταία χρόνια η οργάνωση στην προσπάθεια της να διασωθεί αποφεύγει συστηματικά την συμμετοχή της σε τρομοκρατικές ενέργειες και την προβολή της προς τα έξω» Όμως μετά τις ραγδαίες εξελίξεις των τελευταίων ημερών και την πλήρη και σχεδόν αναίμακτη επικράτηση των Ταλιμπάν οι ανωτέρω εκτιμήσεις θα πρέπει να αναθεωρηθούν άρδην.
Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει ακόμα να ληφθούν σοβαρά υπόψη δύο νέα στοιχεία. Το πρώτο αφορά την επιβεβαίωση ότι ο αρχηγός της Αλ Κάιντα, ο Αιγύπτιος Ahmad al Zawahiri, μαζί με πολυπληθή ομάδα στελεχών του, το τελευταίο διάστημα εδρεύει στο Αφγανιστάν υπό την πλήρη κάλυψη και προστασία των Ταλιμπάν. Το δεύτερο και πλέον ανησυχητικό δεδομένο είναι η δημοσιοποίηση έκθεσης που αφορά την σταθερή υποστήριξη της Αλ Κάιντα από στοιχεία της Ιρανικής κυβέρνησης κατά τα τελευταία 10 χρόνια. Μια εξέλιξη που δημιουργεί σοβαρές επιπλοκές στην προσπάθεια της Αμερικανικής κυβέρνησης να προχωρήσει σε συμφωνία με το Ιράν για τον έλεγχο του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης.
Με δεδομένο τους μακροπρόθεσμους στόχους της Αλ Κάιντα για επικράτηση του Ισλάμ και την ίδρυση του παγκόσμιου Χαλιφάτου, τις στενές σχέσεις των Ταλιμπάν όχι μόνο με την εν λόγω οργάνωση αλλά και με το Ισλαμικό Κράτος ( ISIS) και την ελευθερία κινήσεων που απολαμβάνουν πλέον οι τρομοκρατικές ομάδες εντός του Αφγανιστάν μετά την πλήρη απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων, ενισχύονται οι φόβοι ότι πολύ σύντομα θα δούμε να ξετυλίγεται η επόμενη φάση του 20 έτους στρατηγικού σχεδίου της Αλ Κάιντα. Σύμφωνα με αυτό, και όπως παρατηρούν αναλυτές της διεθνούς ισλαμικής τρομοκρατίας, επανέρχεται στο προσκήνιο η τακτική για την ανάληψη τρομοκρατικών δράσεων βασισμένες στην στρατηγική αντίληψη του «near and the far enemy».
Κεντρικός άξονας της άνω προσέγγισης είναι η δυνατότητα της σχεδίασης και ανάληψης τρομοκρατικών χτυπημάτων απανταχού του πλανήτη. Υπό αυτή την έννοια οι παντός τύπου ενεργειακές εγκαταστάσεις, από πλατφόρμες πετρελαίου, διυλιστηριακές μονάδες μέχρι πυρηνικούς σταθμούς και κέντρα διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, αποτελούν στόχους πρώτης γραμμής. Για αυτό στελέχη τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών τις τελευταίους ημέρες έχουν αρχίσει να αναθεωρούν τις προβλέψεις τους ως προς το τρομοκρατικό ρίσκο και το risk premium που θα πρέπει σύντομα να αρχίσουν να συνυπολογίζουν στα χρηματοοικονομικά σενάρια και να συμπεριλαμβάνουν στους όρους χρηματοδότησης μεγάλων ενεργειακών εγκαταστάσεων.