Ενώ οι αμερικανικές δυνάμεις αποχωρούν από το Αφγανιστάν, κυκλοφορεί το νέο βιβλίο του δημοσιογράφου της Washington Post, Κρεγκ Γουίτλοκ με τίτλο «The Afganistan Papers: A Secret History of the War» («Τα Έγγραφα για το Αφγανιστάν: Μια Μυστική Ιστορία του Πολέμου»). Ο συγγραφεύς φιλοδοξεί να διασφαλίσει ότι ουδείς θα ξεχάσει τα σφάλματα και τις παραλείψεις της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας των ΗΠΑ επί δύο δεκαετίες και τον πόλεμο που έχασαν. Aξιοποιώντας υλικό εκατοντάδων συνεντεύξεων και χιλιάδων σελίδων εγγράφων ο δημοσιογράφος παρέχει μια εντυπωσιακή μελέτη της αποτυχίας και της αλαζονείας, έναν αδιάψευστο απολογισμό της ταπεινωτικής ήττας των ΗΠΑ μέσα από τα λόγια εκείνων που επί τόσο διάστημα αντιλαμβάνονταν τόσο λάθος τα πράγματα

– είτε στο πεδίο της μάχης, είτε στα κεντρικά γραφεία του ΝΑΤΟ στην Καμπούλ, είτε στο Πεντάγωνο και τον Λευκό Οίκο – και προσπάθησαν να συγκαλύψουν τις αποτυχίες τους. Γράφει λοιπόν:

Στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001, λίγες μέρες αφότου οι Αμερικανοί άρχισαν τους βομβαρδισμούς στο Αφγανιστάν ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζωρτζ Μπους ο νεότερος έλεγε: «Με ρωτά συχνά ο κόσμος: “πόσο θα κρατήσει αυτό;” Αυτό το συγκεκριμένο μέτωπο θα κρατήσει όσο χρειαστεί για να οδηγηθεί η Αλ Κάιντα ενώπιον της Δικαιοσύνης, μπορεί να συμβεί αύριο, σ’ έναν μήνα, μπορεί να χρειαστεί ένα ή δύο χρόνια, αλλά θα επικρατήσουμε».

Πέρασε μια δεκαετία κι οι ΗΠΑ δεν είχαν ακόμη νικήσει στον πόλεμο και μια σκιώδης κυβερνητική υπηρεσία, το γραφείο του Ειδικού Επιθεωρητή για την Ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν (SIGAR) προσπάθησε να ανακαλύψει τους λόγους. Το αποτέλεσμα ήταν πάνω από 400 συνεντεύξεις κυρίως με Αμερικανούς, αλλά και Αφγανούς και ΝΑΤΟϊκούς αξιωματούχους, καθώς και άλλους ειδικούς, συμβούλους και μέλη οργανώσεων αρωγής, που αποκάλυπταν σφάλματα και παραλείψεις, τα οποία η κυβέρνησις των ΗΠΑ προσπάθησε να αποσιωπήσει.

Αυτά περιήλθαν στον Γουίτλοκ και την Washington Post, μετά από τριετή νομική μάχη την κυβέρνηση. Αυτά αποτέλεσαν το θεμέλιο για μια σειρά αποκαλυπτικών άρθρων και σε συνδυασμό πλέον με στοίβες εγγράφων από διάφορα δημόσια αρχεία καθιστούν το βιβλίο μια από τις πιο ολοκληρωμένες καταγραφές του πολέμου των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, ένα βιβλίο, που δίνει εξηγήσεις γιατί τόσοι πολλοί απ’ αυτούς που σχεδίασαν και καθοδήγησαν την επέμβαση και πολέμησαν, απέτυχαν τόσο θεαματικά.

Παρουσιάζοντας θεματικά και χρονολογικά τις μαρτυρίες ο Γουίτλοκ αφήνει τους σχεδιαστές και διαχειριστές του πολέμου των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν να αποκαλυφθούν με τις δικές τους δηλώσεις, προσφέροντας έναν κατάλογο ψεμμάτων, ανικανότητας, διαφθοράς, πλάνης και άρνησης και δειλίας. Ο Γουίτλοκ παραθέτει τις απαισιόδοξες εκτιμήσεις και τα οδυνηρά συμπεράσματα αξιωματούχων, που πίστευαν ότι οι δηλώσεις τους ουδέποτε θα δουν το φως της δημοσιότητας. «Δεν είχαμε ούτε την πιο ομιχλώδη ιδέα αναφορικά με τι αναλαμβάναμε», έλεγε ο υποστράτηγος Ντάγκλας Λιουτ, αρμόδιος για τον Πόλεμο στο Αφγανιστάν στο Λευκό Οίκο επί των ημερών του Τζωρτζ Μπους και του Μπαράκ Ομπάμα. «Δεν ξέραμε τι κάναμε», ομολόγησε και ο Ρίτσαρντ Μπάουτσερ, κορυφαίος διπλωμάτης της κυβερνήσεως Μπους για την Νότια και Κεντρική Ασία. «Υπήρχε μια τεράστια… δυσλειτουργία στην ενότητα της διοικήσεως στο Αφγανιστάν, στο στρατό», υπενθύμισε ο υποστράτηγος Νταίηβιντ Μπάρνο, πρώην διοικητής των δυνάμεων στο Αφγανιστάν. «Δεν υπήρχε σχεδιασμός της εκστρατείας», παραδέχθηκε ο στρατηγός Νταν ΜακΝηλ, ο οποίος διετέλεσε δύο φορές ανώτατος διοικητής στο Αφγανιστάν υπό τον Μπους. «Προσπάθησα να μου καθορίσει κάποιος τι σημαίνει νίκη, πριν ακόμη πάω εκεί, και ουδείς μπορούσε», επεσήμανε.

Αυτοί και εκατοντάδες άλλοι αξιωματούχοι, αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ, διπλωμάτες και αναλυτές θα μπορούσαν να εξηγήσουν την κατάσταση στον αμερικανικό λαό οποιαδήποτε στιγμή την τελευταία δεκαετία. Αν το είχαν κάνει, ίσως ο πόλεμος να είχε συντομευθεί κατά μία δεκαετία ή και περισσότερο, ίσως να μην προχωρούσε η Αμερική τόσο εύκολα σε επεμβάσεις που θα ήταν δύσκολο να τερματισθούν.

Αντιθέτως, οι Αμερικανοί βάλτωσαν στην σύγκρουση στο Αφγανιστάν, χωρίς να είναι βέβαιοι για το τι έπρεπε να επιτύχουν εκεί, γιατί το έκαναν, ποιον πολεμούσαν και για τι αγωνίζονταν. «Τι κάναμε στην πραγματικότητα σε εκείνη τη χώρα;» διερωτήθηκε ένας Αμερικανός αξιωματούχος, που υπηρέτησε με τον ανώτερο πολιτικό εκπρόσωπο του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν. «Πήγαμε μετά την 11η Σεπτεμβρίου για να νικήσουμε την Αλ Κάιντα στο Αφγανιστάν, αλλά η αποστολή έγινε θολή».

O όρος «σύγχυσις» είναι ο λιγότερο επικριτικός που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, αφού όπως λέει ο Γουίτλοκ οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ θόλωναν τόσο τα νερά, «ώστε οι δηλώσεις τους συνιστούσαν εκστρατεία παραπληροφορήσεως». Μέσα από τα έγγραφα του Επιθεωρητή για το Αφγανιστάν και αρχειοθετημένες συνεντεύξεις ο δημοσιογράφος αντιπαραβάλλει ιδιωτικές κρίσεις με δημόσια σχόλια. Από όλους τους διαχειριστές του πολέμου στο Αφγανιστάν, που σκιαγραφούνται στο βιβλίο, ο πρώτος υπουργός Άμυνας του Μπους, ο Ντόναλντ Ράμσφελντ, που πέθανε τον περασμένο Ιούνιο, εμφανίζεται ως ένας από τους χειρότερους. «Δεν έχω ξεκάθαρη εικόνα ποιοι είναι οι κακοί», έγραφε σε εσωτερικό υπόμνημα σχεδόν δύο χρόνια μετά την έναρξη της επέμβασεως και συμπλήρωνε: «Είμαστε τραγικά ανελλιπείς στην συλλογή πληροφοριών από πράκτορες στο πεδίο».

Ο Ράμσφελντ, όμως, ουδέποτε μίλησε για την απαισιοδοξία του στην αμερικανική κοινή γνώμη. Αντίθετα, απέκρουε τις επίμονες ερωτήσεις των ΜΜΕ, ενώ δημοσίως μιλούσε για ενδείξεις προόδου και σημαντικά βήματα στο μέτωπο. Το 2003 ο Ράμσφελντ ανακοίνωσε ότι οι Ταλιμπάν είναι τελειωμένοι: «Στο βαθμό που συγκεντρώνονται σε ομάδες κάτι παραπάνω από δύο άτομα, σκοτώνονται ή συλλαμβάνονται», κόμπαζε. Και το ερώτημα είναι τι θα έβρισκε να πει τώρα που οι Ταλιμπάν σάρωσαν το Αφγανιστάν σ’ έναν αστραπιαίο πόλεμο, σχεδόν χωρίς να ρίξουν ντουφεκιά.