Το επιχείρημα έχει λογική η οποία δυστυχώς δεν είναι εύκολο να στοιχειοθετηθεί με εμπειρικά στοιχεία. Θα χρειαζόταν να αποπληθωρισθούν οι τιμές σε μια περίοδο 30 ετών και να συγκριθούν με την μέση αμοιβή των εργαζομένων. Τελικά σημασία έχει πόση ώρα πρέπει να εργασθεί κάποιος για να αγοράζει μια κιλοβατώρα ρεύματος. Μπορούν όμως να γίνουν δυο παρατηρήσεις.
Δεν μπορεί να γίνει σωστή σύγκριση αν δεν ληφθεί υπ' όψη ότι η μονοπωλιακή ΔΕΗ παραδοσιακά επιδοτούσε σταυροειδώς την οικιακή κατανάλωση εις βάρος της εμπορικής κυρίως και της βιομηχανικής. Με αποτέλεσμα ο καταναλωτής να πληρώνει το ρεύμα του όχι μόνο μέσω των λογαριασμών του αλλά και μέσω των αγαθών που αγόραζε από τις επιχειρήσεις οι οποίες μετακυλούσαν το επιπλέον κόστος τους στον πελάτη.
Η σταυροειδής αυτή επιδότηση σταμάτησε ουσιαστικά μέσα στην κρίση με την έλευση της τρόικας η οποία επέβαλε την περίφημη εξισορρόπηση των τιμολογίων (rebalancing). Πράγμα που οδήγησε σε αύξηση των τιμών για τους οικιακούς καταναλωτές και συγχρόνως είχε καταστροφική επίπτωση στους τότε προμηθευτές οι οποίοι, έχοντας επικεντρωθεί στους μεγάλους πελάτες, είδαν το περιθώριο τους να εξανεμίζεται.
Η δεύτερη παρατήρηση είναι πιο απλή. Είναι προφανές ότι η αύξηση στην τιμή του ρεύματος τα τελευταία 10 χρόνια στο συντριπτικό της ποσοστό οφείλεται στην επιδότηση των ΑΠΕ (σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη "ποινικοποίηση" του άνθρακα μέσω της αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών CO2) . Αυτή όμως η πολιτική απόφαση, που είναι μεταγενέστερη από την απόφαση για την απελευθέρωση της αγοράς, είναι εξ αρχής σχεδιασμένη για να αυξήσει την τιμή του ρεύματος. Ο σύντροφος Ομπάμα το είχε πει καθαρά: με την πολιτική του cap and trade που προτείνω οι τιμές θα εξακοντισθούν στο διάστημα (prices will skyrocket). Ο Ομπάμα μπορεί να μην το κατάφερε, οι Γερμανοί όμως το κατάφεραν. Πληρώνουν τριπλάσια (!) τιμή για το ρεύμα τους από ότι οι Αμερικανοί (μέχρι στιγμής τουλάχιστον). Οι δικοί μας πολιτικοί (Ευρωπαίοι και Εγχώριοι) δεν είναι τόσο ειλικρινείς όσο ο Ομπάμα, ίσως γιατί θεωρούν ότι μας έχουν πείσει ότι αξίζει η θυσία.
Μια πρόσθετη παρατήρηση. Για λόγους δημαγωγίας και με βάση ιδεολογικές προκαταλήψεις (ή και συμφέροντα) χρησιμοποιείται το επιχείρημα ότι οι τιμές σε συγκεκριμένες αγορές αυξηθήκαν μετά την απελευθέρωση τους. Αυτό είναι επιχείρημα κατά σκιάχτρου. Οι υποστηρικτές των αγορών ποτέ δεν υποσχέθηκαν ότι με την απελευθέρωση οι τιμές θα πέσουν. Αυτό που υποσχέθηκαν είναι ότι θα τείνουν προς το βέλτιστο από πλευράς οικονομικής αποτελεσματικότητος επίπεδο. Το παράδειγμα της Ελληνικής αγοράς με τις σταυροειδείς επιδοτήσεις είναι χαρακτηριστικό. Στην πραγματικότητα οι χαμηλές τιμές της ΔΕΗ επί χρόνια ήταν μια σκόπιμη παραπλάνηση του κοινού σχετικά με το πραγματικό κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας. Μια από τις παρενέργειες ήταν η εξαιρετικά χαμηλή θέση της χώρας στην αποδοτικότητα της χρήσης της ενέργειας (energy intensity-ΑΕΠ/Τόνοι Ισοδυνάμου Πετρελαίου). Η οποία σε όλο το δυτικό κόσμο μετά τις κρίσεις του ΄70 βελτιωνόταν ενώ στην Ελλάδα συνέχιζε να χειροτερεύει.
Συμπέρασμα. Η απελευθέρωση των αγορών και η επιδότηση των ΑΠΕ είναι δυο εντελώς ξεχωριστές πολιτικές. Η πρώτη είναι θεωρητικά δυνατόν να οδηγήσει σε αύξηση τιμών - αλλά για τους σωστούς λόγους. Για την δεύτερη, που είναι και η σημαντικότερη, η τελική κρίση εκκρεμεί. Σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχουν μάλλον πολλοί να διαφωνήσουν ότι όσο πιο γρήγορα οι ΑΠΕ ενσωματωθούν σε μια ομαλά λειτουργούσα ανταγωνιστική αγορά τόσο το καλύτερο για το κοινωνικό σύνολο.
Επίσης επείγει να μας εξηγήσουν οι πολιτικοί μας ηγέτες πόσο κοστίζει τελικά η ζημιά που προκαλεί στο περιβάλλον η εκπομπή CO2, γιατί έχουμε ζαλιστεί τελευταία.
(από allazorevma.gr)