μέσω της μείωσης των ρυθμιζόμενων εσόδων των διαχειριστών, την εγκατάσταση οικιακών φωτοβολταϊκών και άλλων παρεμφερών πρωτοβουλιών που αναμένεται να ανακοινωθούν σε λίγες ημέρες από το ίδιο τον πρωθυπουργό στην ΔΕΘ.
Στο ίδιο μήκος κύματος το Σαββατοκύριακο έκανε δηλώσεις (εδώ) και ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων κ. Άδωνις Γεωργιάδης ο οποίος υποσχέθηκε «άμεσα και μακροπρόθεσμα μέτρα» και «αλλαγή του ενεργειακού» μοντέλου ο οποίος απέδωσε τις αυξήσεις σε εξωγενείς παράγοντες. Ο κ. Υπουργός αναφέρθηκε ιδιαίτερα στις ανατιμήσεις του φυσικού αερίου και του κόστους των ρύπων οι τιμές των οποίων έχουν αυξηθεί πολλαπλά τους τελευταίους 12 μήνες σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Όπως και να έχει το πράγμα, γεγονός είναι ότι οι χονδρεμπορικές τιμές ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελληνική αγορά, οι οποίες διαμορφώνονται καθημερινά μέσω του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας (ΕΧΕΙ), βάσει προσφορών των συμμετεχόντων στην αγορά προμηθευτών, έχουν αυξηθεί εντυπωσιακά τους τελευταίους μήνες. Χαρακτηριστικά, η μέση Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς (ΤΕΑ) της εβδομάδας που πέρασε παρουσίασε αύξηση 7,7%, δηλαδή +8,5 €/MWh, διαμορφούμενη στα 118,92 €/MWh, παρά την πτώση της ζήτησης σε σύγκριση με την προηγούμενη εβδομάδα, όπως παρατηρεί το εβδομαδιαίο Δελτίο Ενεργειακής Ανάλυσης του ΙΕΝΕ που κυκλοφορεί σήμερα. Σε σύγκριση με τον Ιούλιο εφέτος, η μέση ΤΕΑ της περασμένης εβδομάδας εμφανίζεται αυξημένη κατά 16,7%, ενώ οι τιμές του Ιουλίου ανατιμήθηκαν 22,03% σε σύγκριση με τον Ιούνιο. Συνολικά η μέση ΤΕΑ στο ΕΧΕ για τον μήνα Ιούλιο σε ετήσια βάση (y-o-y) αυξήθηκε κατά 147,75%!
Διάγραμμα: Μηνιαίοι όγκοι και μέσες τιμές ηλεκτρισμού στην Ελλάδα, Αύγουστος 2020 - Αύγουστος 2021
Πηγή: Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας
Παρά το γεγονός ότι οι ανωτέρω αυξήσεις δεν περνούν απαραίτητα στους καταναλωτές, αφού οι τιμές λιανικής διαμορφώνονται σε μεσοπρόθεσμη βάση από τις εταιρείες οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τους σωρεία άλλων παραγόντων, δημιουργούν κλίμα και διαμορφώνουν τάσεις. Για αυτό, το ΥΠΕΝ ομιλεί για επερχόμενες ανατιμήσεις στην τελική τιμή ηλεκτρικού ρεύματος του καταναλωτή. Με αλλά λόγια, οι τιμές ΤΕΑ για παρατεταμένη περίοδο στο επίπεδο άνω των 100 €/MWh είναι λογικό να έχουν αντίκτυπο στις τιμές λιανικής με κάθε προμηθευτή να διαμορφώνει την δική του στρατηγική για το ποσοστό ανατίμησης που θέλει να περάσει στον καταναλωτή.
Ουδείς αυτή την στιγμή μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια το πόσο υψηλές θα είναι οι αυξήσεις που θα φανούν στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο, αλλά οι περισσότεροι αναλυτές κάνουν λόγο για περιορισμένες ανατιμήσεις σε πρώτη φάση της τάξης των 5-15%, αφού οι περισσότερες εταιρείες θα προσπαθήσουν να απορροφήσουν μεγάλο μέρος των ανατιμήσεων, ώστε να μην απομακρύνουν τους καταναλωτές. Για αυτό, η περίοδος μέχρι τα Χριστούγεννα θα αποδειχθεί ιδιαίτερα κρίσιμη για τις εταιρείες, οι οποίες θα προσπαθήσουν να μοιράσουν τις ζημιές τους με τους καταναλωτές, συμψηφίζοντας ένα μέρος της ζημιάς που θα προκύψει.
Βασικός παράγοντας των ανατιμήσεων στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι αναμφισβήτητα οι υψηλές τιμές προμήθειας φυσικού αερίου που έχουν επικρατήσει σε όλη την Ευρώπη τους τελευταίους μήνες. Χαρακτηριστικές είναι οι τιμές του Ολλανδικού TTF, που αποτελεί σημείο αναφοράς για την ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου, όπου τον Ιούλιο η μέση τιμή διαμορφώθηκε στα 36,131 €/ΜWh, αυξημένη κατά +25,30% σε σύγκριση με τον Ιούνιο και +650,38% σε ετήσια βάση! Η ανοδική πορεία συνεχίστηκε όλο τον Αύγουστο, με αποτέλεσμα η μέση τιμή του TTF να ξεπεράσει τα 50 €/ΜWh το πρώτο εξαήμερο του Σεπτεμβρίου.
Οι λόγοι για τις αστρονομικές αυτές ανατιμήσεις πρέπει να αναζητηθούν αφενός μεν στην εντυπωσιακή αύξηση της τιμής του πετρελαίου (που σε μεγάλο βαθμό επηρεάζει τις τιμές του φυσικού αερίου), το οποίο, κινούμενο στην περιοχή των $70-72 το βαρέλι για το Brent, έχει ανατιμηθεί κατά 70% από την αρχή του έτους. Ένας άλλος λόγος είναι η ισχυρή ζήτηση στη ΝΑ Ασία και στην Κίνα το Α’ εξάμηνο εφέτος και στις ιδιάζουσες συνθήκες στην ευρωπαϊκή αφορά, αφού παρατηρούνται μειωμένες ροές ρωσικού αερίου προς συγκεκριμένα hubs. Παράλληλα, υπάρχουν μεγάλες αυξήσεις (άνω του 25%) στις τιμές των ρύπων στο Ευρωπαϊκό σύστημα (ETS) με την τιμή του τόνου να έχει ξεπεράσει τα €60 τον τόνο. Αυτό σημαίνει ότι οι εταιρείες παραγωγής ηλεκτρισμού δεν διαθέτουν πλέον την εναλλακτική οδό προμήθειας φθηνού άνθρακα ώστε να μετριάσουν τις επιπτώσεις από το «ακριβό» αέριο. Έτσι, στην εγχώρια αγορά το κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού από φυσικό αέριο κινείται στα 95-105 €/MWh, ενώ το αντίστοιχο από λιγνίτες στα 110-140 €/ΜWh.
Συμπερασματικά, έχουμε εισέλθει για τα καλά σε περίοδο υψηλών τιμών ενέργειας που αργά ή γρήγορα θα έχουν επιπτώσεις στην τσέπη του καταναλωτή. Στην Ευρώπη, αυτό οφείλεται κυρίως στην ακολουθούμενη από τις Βρυξέλλες «πράσινη» πολιτική και την ποινικοποίηση όλων ανεξαιρέτως των ορυκτών καυσίμων χωρίς, όμως, να έχουν εντωμεταξύ προκύψει εναλλακτικές και ανταγωνιστικές σε κόστος λύσεις. Όπως χαρακτηριστικά δήλωνε πρόσφατα υψηλόβαθμο στέλεχος μεγάλης ευρωπαϊκής ενεργειακής εταιρείας, «το πολιτικό κατεστημένο στις Βρυξέλλες έχει εν γνώσει του επιλέξει υψηλές ενεργειακές τιμές, τις υψηλότερες παγκοσμίως, με πρόσχημα την κλιματική αλλαγή αδιαφορώντας πλήρως για τον καταναλωτή. Το κατά πόσο θα μπορέσει να εφαρμόσει την αδιέξοδη αυτή πολιτική μέχρι το τέλος μένει να αποδειχθεί».