Τις τελευταίες εβδομάδες ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών Όλαφ Σόλτς καταγράφει μια εντυπωσιακή πορεία. Όχι μόνο κατάφερε να υπερισχύσει του  αντιπάλου του από την πλευρά των Χριστιανοδημοκρατών Άρμιν Λάσετ, αλλά διεύρυνε το προβάδισμά του στις πέντε μονάδες, οδηγώντας το πάλαι ποτέ κραταιό κόμμα της Μέρκελ στα χειρότερα ποσοστά του μετά τον πόλεμο. Είναι πράγματι η πρώτη φορά μετά από 16 χρόνια και τέσσερεις εκλογικές αναμετρήσεις που οι Σοσιαλδημοκράτες 

έχουν βάσιμες ελπίδες να κερδίσουν στην αναμέτρηση της 26ης Σεπτεμβρίου. Στις προηγούμενες εκλογές ο πολλά υποσχόμενος τότε πρώην πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς ξεκίνησε καλά αλλά γρήγορα η υποψηφιότητά του απώλεσε την δυναμική της. Τώρα όμως έγινε το αντίστροφο με τον Σολτς να κερδίζει συνεχώς έδαφος έναντι του αντιπάλου Άρμιν Λάσετ, που φαίνεται να έχει απογοητεύσει ακόμη και τους υποστηρικτές του κόμματός του ειδικά μετά τους άστοχους χειρισμούς του κατά την διάρκεια των καταστροφικών πλημμυρών στην δυτική Γερμανία, που άφησαν πίσω τους σχεδόν 200 νεκρούς. Τότε, και ενώ η Γερμανία μετρούσε τις πληγές της, ο τηλεοπτικός φακός είχε «συλλάβει» τον Λάσετ να ξεκαρδίζεται ενώ ο Ομοσπονδιακός Πρόεδρος λίγα μέτρα μπροστά του μιλούσε για τα θύματα των πλημμυρών στην πόλη Έρφστατ.

Το προβάδισμα των Σοσιαλδημοκρατών δεν οφείλεται μόνο στις αστοχίες του Λάσετ, αλλά και στις καλές επιδόσεις του ίδιου του Σολτς. Σύμφωνα με γερμανικά μέσα, η διαχείριση της πανδημίας του κορονοϊού από την θέση του υπουργού Οικονομικών κρίνεται αρκετά επιτυχημένη. Ο Σολτς προώθησε  τεράστια πακέτα στήριξης για την οικονομία, μαζί με σημαντικές μεταρρυθμίσεις για τις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες, που είχαν ως αποτέλεσμα να αποφευχθούν οι μαζικές απολύσεις.

Όσον αφορά την επόμενη ημέρα, ο ίδιος δήλωσε προ ημερών ότι επιθυμεί να κυβερνήσει με τους Πράσινους, που ακολουθούν στην τρίτη θέση τις δημοσκοπήσεις. Ωστόσο αυτό  δεν είναι και τόσο εύκολο να συμβεί, δεδομένου ότι τα δύο κόμματα δεν συγκεντρώνουν την απαιτούμενη πλειοψηφία και θα χρειαστούν και την σύμπραξη τρίτου. Και στο σημείο αυτό το θέμα περιπλέκεται. Διότι η φαινομενικά σίγουρη επιλογή της αριστεράς από τους Σοσιαλδημοκράτες μόνο σίγουρη δεν είναι.

Ερωτηθείς για πιθανή συμμαχία με την Αριστερά (Die Linke), ο Σολτς δήλωσε πως επικρίνει την απόφαση του κόμματος να ψηφίσει λευκό στη ψηφοφορία στη Βουλή για τον απεγκλωβισμό του ντόπιου προσωπικού και  των Γερμανών πολιτών από το Αφγανιστάν. Επίσης κατέστησε σαφές ότι για να συμμετέχει κάποιο κόμμα στην κυβέρνηση θα πρέπει να αναγνωρίσει το ΝΑΤΟ, τη συνεργασία με τις ΗΠΑ, μια κυρίαρχη ΕΕ, την αξιόπιστη διαχείριση των δημοσιονομικών και την αναγκαιότητα της οικονομικής ανάπτυξης.

Θεωρείται λοιπόν πιο πιθανό ο Σολτς σε περίπτωση που κερδίσει τις εκλογές να αναζητήσει την συνεργασία των Φιλελευθέρων, που έχουν συμμετάσχει σε προηγούμενη κυβέρνηση  υπό την ηγεσία της Μέρκελ.  Σε μια τέτοια περίπτωση ο Σολτς θα είναι  όπως είναι λογικό ο Καγκελάριος, ο επικεφαλής των Φιλελεύθερων Κρίστιαν Λίντνερ ενδέχεται να αναλάβει το υπουργείο Οικονομικών και η Αναλένα Μπέρμποκ, η υποψήφια των Πρασίνων που κάποια στιγμή πήγε να κάνει την έκπληξη κατακτώντας την πρωτεία στις δημοσκοπήσεις, πιθανότατα θα είναι η διάδοχος του Χάικο Μάας στο υπουργείο Εξωτερικών.

Αν και  Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι έχουν αρκετά κοινά σημεία στο πρόγραμμά τους (αύξηση κατώτατου μισθού στα 12 ευρώ την ώρα από τα 9,60, αύξηση φορολογίας στους πλούσιους, μετάβαση σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας), δεν συμβαίνει το ίδιο και με τους Φιλελεύθερους, που είναι θιασώτες της δημοσιονομικής πειθαρχίας, ζητώντας αύξηση των φόρων στους πολίτες ώστε να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμα.

Ωστόσο επειδή οι κάλπες μπορεί να κρύβουν εκπλήξεις, ουδείς μπορείς να πει με σιγουριά ποιο θα είναι το προφίλ της νέας γερμανικής κυβέρνησης στην μετα-Μέρκελ εποχή. Ούτε μπορεί να αποκλείσει την συμμετοχή των Χριστιανοδημοκρατών σε αυτή.