Ομως δεν ήταν μόνον το αστείρευτο ταλέντο του. Ηταν και η εποχή. Εκείνη η «δαιμονική» δεκαετία του ’60. Τα χρόνια της μεγάλης αυταπάτης, όταν κάποιοι επίστευσαν ότι μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο. Ιδιοφυής μουσουργός, σταθερός επάνω στη σανίδα του, αφρολίσθησε με δεξιότητα και στην κυριολεξία καβάλησε το κύμα της εποχής.
Η περιδιάβασή του από τον χώρο της πολιτικής τού χάρισε τον προσδιορισμό του ενωτικού Ελληνα. Η δήλωσή του «Καραμανλής ή τανκς» μετά την πτώση της δικτατορίας, η εκλογή του με το ψηφοδέλτιο της Ν.Δ. και η διετής υπουργοποίησή του από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη τού χάρισαν τον τίτλο του Ελληνα της συμφιλιώσεως.
Μόνο που τα «πολιτικά» περάσματα του Μίκη Θεοδωράκη αποτελούν απλώς και μόνον παρεμπίπτοντα. Διότι είναι η περιεκτικότητα του έργου του που ένωσε τους Ελληνες. Είναι μία από τις σπάνιες περιπτώσεις που μια τέχνη –σαφώς πολιτικοποιημένη– επιβάλλεται σε μια κοινωνία όπου η λυσσαλέα πολιτική αντιπαράθεση δεν έπαυσε ποτέ να κυριαρχεί.
Κομμουνιστής υπήρξε ο Θεοδωράκης πάντοτε. Αλλά όχι απόφοιτος της Κούτβας –του πανεπιστημίου που ίδρυσε ο Στάλιν– όπως ο Νίκος Ζαχαριάδης. Κατάφερε να τραγουδήσουν ακόμη και οι πολίτες που αντιτάχθηκαν εις τον κομμουνισμό, τον θρήνο της Αριστεράς μετά την ήττα της στον οικτρό ανταρτοπόλεμο, που αυτή είχε προκαλέσει.
Δεν πρόκειται για νίκη των κομμουνιστών ή της ευρύτερης Αριστεράς, αλλά για μείζον καλλιτεχνικό επίτευγμα ενός μεγάλου καλλιτέχνη, του Μίκη Θεοδωράκη. Πρόκειται για τη δύναμη της τέχνης, που ο «πραγματισμός» της λεγόμενης Δεξιάς και των φιλελευθέρων δεν είναι εις θέσιν να εννοήσει.
(του Κώστα Ιορδανίδη, από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")