Ο κ. Μπασιάς τόνισε πως για την περίπτωση του ελληνικού λιγνίτη, όπως διαφαίνεται από δημοσιευμένες πρόσφατες οικονομικές μελέτες επιστημόνων και τεχνικών, το κόστος του ανά MWh ανέρχεται σε 35 ευρώ, ενώ το σχετιζόμενο κόστος ρύπου φθάνει σε 70 ευρώ, δηλαδή ένα συνολικό κόστος της τάξης των 105 ευρώ ανά MWh. Όσον αφορά στο εισαγόμενο φυσικό αέριο, συνέχισε, οι τιμές κυμαίνονται αντίστοιχα στα 55 και 20 ευρώ, ανεβάζοντας το συνολικό κόστος στα 75 ευρώ ανά MWh.
Εάν οι έρευνες για φυσικό αέριο είχαν αρχίσει πριν από μερικά χρόνια στην Ελλάδα, είπε ο πρώην επικεφαλής της ΕΔΕΥ, ένα μέρος του κόστους των εισαγωγών δεν θα επιβάρυνε το ισοζύγιο εφόσον, στην καλύτερη περίπτωση, το 35% του εισοδήματος από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων θα ενίσχυε τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας. Κατά συνέπεια, το κόστος του φυσικού αερίου ανά MWh, θα ήτανε πολύ χαμηλότερο από τα 55 ευρώ του εισαγόμενου φυσικού αερίου, δηλαδή, όχι υψηλότερο από το κόστος του λιγνίτη και με κόστος ρύπου μόνο 20 ευρώ!
Ο κ. Μπασιάς ανέφερε ότι η αδυναμία των σημερινών ΑΠΕ να ανταποκριθούν στις ενεργειακές ανάγκες, οδηγεί σε υψηλή εξάρτηση από το φυσικό αέριο το οποίο δυστυχώς στην Ελλάδα μόνο εισάγουμε. Ενδεικτικά, όπως ανέφερε, κάθε φορά που εγκαθίσταται μια ανεμογεννήτρια, ο παραγωγός ή ο εισαγωγέας φυσικού αερίου, προσθέτει στο βιβλίο πωλήσεων του.
Και κατέληξε, λέγοντας ότι δίχως εξόρυξη ορυκτών και ανάπτυξη της μεταλλουργίας, δεν μπορεί να γίνει εκμετάλλευση ούτε φυσικού αέριου, ούτε πετρελαίου, ούτε ανανεώσιμων πηγών. Η επόμενη γενιά, είπε προφητεύοντας το μέλλον, θα δει την ζήτηση και το κόστος των μετάλλων και ιδιαίτερα των σπάνιων γαιών, να αυξάνεται εκθετικά.
Παραθέτουμε την πλήρη συνέντευξη του κ. Γιάννη Μπασιά στον Λάμπρο Καλαρρύτη εδώ