Τη στιγμή που οι τιμές του φυσικού αερίου και ρεύματος έχουν εκτοξευθεί σε πρωτόγνωρα επίπεδα, τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα, με τους αναλυτές να προβλέπουν ότι θα παραμείνουν υψηλές (πάνω από 100 €/MWh στον ηλεκτρισμό) τουλάχιστον έως την άνοιξη του 2022, διάφορες κυβερνήσεις (και η ΕΕ) προσπαθούν να συγκρατήσουν το διογκούμενο κύμα των αυξήσεων στις ενεργειακές τιμές, που περνά και στις τιμές των 

αγαθών πρώτης ανάγκης. Ταυτόχρονα, πληθαίνουν οι θέσεις και δηλώσεις υπέρ της επιτακτικής πλέον ανάγκης για άμεση υλοποίηση επενδύσεων αποθήκευσης ενέργειας μεγάλης κλίμακας στη Ελλάδα, τόσο στον ηλεκτρισμό όσο και στο φυσικό αέριο.

Η  συνεχώς εντεινόμενη στροφή προς τις ΑΠΕ και η ταχύρρυθμη διείσδυσή τους στο ενεργειακό ισοζύγιο, σε συνδυασμό με τον επιταχυνόμενο περιορισμό/αποκλεισμό της χρήσης υγρών και στερεών καυσίμων στην ηλεκτροπαραγωγή, θέτει επί τάπητος την ανάγκη δημιουργίας αποθηκευτικών σταθμών μεγάλης κλίμακας. Αυτοί θα στηρίξουν αποφασιστικά το ηλεκτρικό σύστημα που αντιμετωπίζει προβλήματα κορεσμού και ευσταθούς λειτουργίας  από τη μαζική ένταξη σε αυτό των στοχαστικών  αιολικών και φωτοβολταϊκών σταθμών.

Το ζήτημα της αποθήκευσης ενέργειας, μολονότι ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2010 υπήρχαν επενδυτικές προσπάθειες (που στη συνέχεια ωρίμασαν αδειοδοτικά), δεν αποτέλεσε προτεραιότητα των εκάστοτε κυβερνήσεων.

Και αυτό παρά το γεγονός ότι όλα τα επίσημα κείμενα εθνικής ενεργειακής πολιτικής (Εθνικός Ενεργειακός Σχεδιασμός, Εθνικό Σχέδιο για τις ΑΠΕ, Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα), τα οποία βασίζονταν σε έγκυρες και εμπεριστατωμένες μελέτες της ΡΑΕ, του ΑΔΜΗΕ, του ΔΕΣΦΑ, του ΕΜΠ, κ.α., τόνιζαν την ανάγκη υλοποίησης αποθηκευτικών σταθμών, στο χρονικό ορίζοντα του 2020 και 2025.

Έτσι ακομη και  σήμερα δεν υπάρχει το αναγκαίο νομοθετικό/ρυθμιστικό/χρηματοδοτικό πλαίσιο για την υλοποίηση σταθμών αποθήκευσης μεγάλης κλίμακας  που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αποφασιστικό ανάχωμα στην εκρηκτική άνοδο των ενεργειακών τιμών στη χώρα μας.

Σύμφωνα με τα ποσοτικά αποτελέσματα πρόσφατης (Νοέμβριος 2020) μελέτης του ΕΜΠ για την αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας, η λειτουργία ενός αντλησιοταμιευτικού σταθμού μεγάλης κλίμακας οδηγεί σε ετήσια εξοικονόμηση σταθερού και μεταβλητού (λειτουργικού) κόστους για το εθνικό ηλεκτρικό σύστημα της τάξης των €174.000/MW/έτος, ή -προκειμένου π.χ. για τον αντλησιοταμιευτικό σταθμό της Αμφιλοχίας (680 MW), σε μία ετήσια εξοικονόμηση 118 εκατ. €/έτος. Το ποσό αυτό θα μπορούσε, κάθε χρόνο, να χρησιμοποιείται για την ανακούφιση των νοικοκυριών που πλήττονται από τις υπέρογκες αυξήσεις στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος.

Αντίστοιχα, στον τομέα του φυσικού αερίου, εάν για παράδειγμα είχε ολοκληρωθεί και τεθεί σε λειτουργία η υποθαλάσσια αποθήκη αερίου της Νότιας Καβάλας, θα είχαμε σήμερα ένα σημαντικό όπλο έναντι των διακυμάνσεων των διεθνών τιμών του αερίου. Με δυνατότητες για διοχέτευση περίπου 1 δισεκ. κυβικών μέτρων φυσικού αερίου σε δύο φάσεις το χρόνο, με τα σημερινά δεδομένα θα μπορούσαμε να καλύπτουμε περί το 20% της ζήτησης σε ετήσια βάση, σε περιόδους που οι διεθνείς τιμές του αερίου απογειώνονται.

Από  τα απολογιστικά στοιχεία του 2020, δηλαδή ετήσια κατανάλωση φυσικού αερίου 5,5 δισ. Nm3 (63 εκατ. θερμικές MWh) και μεσοσταθμική τιμή εισαγωγής του για το καλοκαιρινό τρίμηνο Ιουνίου-Αυγούστου 2020 ίση περίπου με 6€/MWh (έναντι τιμής καλοκαιριού 2021 πάνω από 25€/MWh), μία συντηρητική εκτίμηση της εξοικονόμησης που θα μπορούσε να προκύψει, τόσο για τη χώρα (σε σκληρό συνάλλαγμα), όσο και για τους τελικούς καταναλωτές αερίου, θα ήταν: 63 εκατ. MWh x 20% x (ελάχιστη διαφορά τιμής 10€/MWh), δηλ. περίπου 120 εκατ. €/έτος.