το συγκεκριμένο άτομο: «Στην περίπτωσή του καθρεφτίζεται ο αγώνας των Κινέζων να κατακτήσουν την ευημερία, αλλά και η μετάβαση στην εποχή του Σι Τζινπίνγκ». Ετσι το ιταλικό Μέσο κατήγγειλε τον ασφυκτικό έλεγχο που υφίστανται οι κινέζοι Κροίσοι από το κόμμα-κράτος έπειτα από δεκαετίες συστηματικής προώθησης του κεφαλαιοκρατικού μοντέλου και μάλιστα στην τούρμπο εκδοχή του.
Σήμερα το πραγματικό δίλημμα της κομματικής ελίτ και προσωπικώς του προέδρου Σι είναι αν θα αφήσουν τον όμιλο του Τζιαγίν να καταρρεύσει υπό το βάρος των χρεών του (πάνω από 300 δισ. δολάρια, με συνολικές υποχρεώσεις ισοδύναμες του 2% του κινεζικού ΑΕΠ), ρισκάροντας ντόμινο κοινωνικών αντιδράσεων από πολλούς (επενδυτές χρηματιστηρίου, αγοραστές ημιτελών κατοικιών, εργαζομένους, δανειστές, κ.λπ.), ή θα κάνουν την απαραίτητη κίνηση στήριξης την τελευταία στιγμή. Αρα, ο Σι πρέπει να διαλέξει αν τον συμφέρει η διαχείριση της παρούσης κρίσης ή της επομένης… Δύσκολη απόφαση.
Κροίσος… απ’ τ’ αλώνια
Τα παιδικά χρόνια του γεννημένου το 1958 Τζιαγίν πέρασαν μέσα στη μιζέρια και στις λάσπες της κινεζικής υπαίθρου. Ο ίδιος έλεγε ότι φορούσε πάντα μπαλωμένα ρούχα και έτρωγε μόνο γλυκοπατάτες και ψωμί. Η τύχη του άνοιξε με τον θάνατο του Μάο, το 1976, όταν και επικράτησαν οι διαλλακτικοί στον κομματικό εμφύλιο. Τότε το (καινούργιο) κόμμα τον αγκάλιασε: τον σπούδασε μηχανικό και του έδωσε δουλειά σε χαλυβουργείο.
Ο Τζιαγίν μέχρι προσφάτως, το 2017, έλεγε: «Χρωστάω τα πάντα στο Κομμουνιστικό Κόμμα που μου επέτρεψε να σπουδάσω». Βέβαια, είχε ήδη γίνει καπιταλιστής με τις ευλογίες του κόμματος. Η άνοδός του είναι πανομοιότυπη με όλων των άλλων κινέζων Κροίσων: εκμεταλλεύτηκε και αυτός τα ανοίγματα του Ντενγκ Σιαοπίνγκ που όχι μόνο επέτρεψαν αλλά και ενεθάρρυναν τον προσωπικό πλουτισμό.
Την κατασκευαστική εταιρεία ο Τζιαγίν την ίδρυσε το 1996 στην Καντόνα, έχοντας θέσει στόχο το κέρδος μέσω της ανέγερσης πολυκατοικιών για τη στέγαση των εργατών που η αστυφιλία σώρευε στην Καντόνα και στις άλλες μεγαλουπόλεις. Μέσα σε λίγα χρόνια εκμεταλλεύτηκε πλήρως την αστικοποίηση της Κίνας, χτίζοντας χιλιάδες πολυώροφα κτίρια παντού. Το 2017 κατέστη ο πλουσιότερος άνθρωπος στην Κίνα, με 47 δισ. δολάρια προσωπική περιουσία.
Οι πολιτικές διασυνδέσεις του Τζιαγίν στα υψηλότερα κομματικά και κρατικά κλιμάκια πρέπει να θεωρούνται δεδομένες, ωστόσο στο χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ ο όμιλός του έχει βγάλει κακό όνομα εδώ και χρόνια εξαιτίας του τεραστίου ανοίγματός του στον δανεισμό. Ετσι φθάσαμε στη σημερινή κατάσταση, να χαρακτηρίζεται η Evergrande φούσκα ακινήτων και υπ’ αριθμ. 1 εσωτερικός οικονομικός κίνδυνος για την Κίνα.
Τα λεφτά της μπάλας
Στα χρυσά χρόνια του, ο περιβόητος Μίστερ Κραχ, εκτός από την εταιρεία του, επένδυσε και σε ποδοσφαιρική ομάδα, μιμούμενος τους μεγαλοσχήμονες συναδέλφους του της Δύσης. Υπερηφανευόταν ότι είχε φτιάξει τον μεγαλύτερο σύλλογο της Κίνας, εκπληρώνοντας ένα όνειρο του ίδιου του προέδρου Σι Τζινπίνγκ. Τα ποσά που από το 2010 ο Τζιαγίν πέταξε στο εξωτερικό για την αγορά μπαλαδόρων, προπονητών και παρατρεχάμενων ήταν μυθώδη. Επωφελήθηκαν, βέβαια, κάποιες ποδοσφαιρικές προσωπικότητες σαν τους Μαρτσέλο Λίπι και τον Φάμπιο Καναβάρο.
Από την Evergrande Guangzhou υπήρξε χασούρα φυσικά, αλλά ο Μίστερ Κραχ είχε τον τρόπο του να συμμαζέψει ταμειακώς τα πράγματα: ένα βράδυ του 2014 πέτυχε μισομεθυσμένο τον Κροίσο Τζακ Μα (άλλον καταδιωκόμενο από τις πολιτικές του Σι) και του πούλησε τη μισή ομάδα εισπράττοντας επιταγή 200 εκατ. δολαρίων.
Από Protagon.gr