Επισήμως, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, η πολιτική της απολιγνιτοποίησης-απανθρακοποίησης συνεχίζεται κανονικά. Πόσο θεμιτή όμως μπορεί να μοιάζει αυτή η «ευγενής» επιδίωξη όταν η Ευρώπη λιμοκτονεί ενεργειακά; Υπ΄αυτό το πρίσμα, πώς μπορεί κανείς να ερμηνεύσει την ανάσχεση του ρυθμού μείωσης της παραγωγής λιγνίτη στη χώρα μας και τη συνακόλουθη αύξησή της, φέτος, ύστερα από αρκετά χρόνια, όπως δείχνουν τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ; Σημεία των καιρών, ή επιστροφή στον πραγματισμό;

 

Τα επίσημα δεδομένα που ανακοίνωσε ο Διαχειριστής για τον Σεπτέμβριο, έδειξαν πως η παραγωγή λιγνίτη αναλογούσε στο 9% του συνολικού μείγματος, καθώς οι λιγνιτικές μονάδες συνεισέφεραν συνολικά, 358 γιγαβατώρες.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στη χρονική περίοδο Ιανουάριος-Σεπτέμβριος οι λιγνίτες αναλογούσαν στο 11% του μείγματος παραγωγής, με 4.212 γιγαβατώρες. Η σύγκριση είναι αποστομωτική, καθώς σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο του 2020, η λιγνιτική παραγωγή αυξήθηκε 14,9%, με την αύξηση για το εννιάμηνο Ιανουάριος-Σεπτέμβριος να ανεβαίνει στο 7%.

Εν τούτοις, η κυριαρχία του φυσικού αερίου δεν μπορεί να αμφισβητεί. Έτσι οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής με αέριο αναλογούσα, τον Σεπτέμβριο, στο 48% του συνολικού μείγματος παραγωγής, ενώ σε επίπεδο εννιαμήνου αυτό το ποσοστό περιορίζεται στο 39%.

Όσον αφορά δε στο υπόλοιπο μείγμα για τον περασμένο μήνα, οι ΑΠΕ αναλογούσαν στο 20%, η παραγωγή στο δίκτυο από φωτοβολταϊκά στο 14%, τα υδροηλεκτρικά στο 6%  και οι εισαγωγές στο 3%, ενώ σε επίπεδο εννιαμήνου οι ΑΠΕ αναλογούσαν στο 18%, η παραγωγή στο δίκτυο στο 13%, τα υδροηλεκτρικά στο 10% και οι εισαγωγές στο 9%. 

Όσον αφορά στην Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς (ΤΕΑ) της Αγοράς Επόμενης Ημέρας για αύριο Παρασκευή, διαμορφώθηκε στα 183,32 ευρώ ανά μεγαβατώρα, με πτώση της τάξης του 9% σε σύγκριση με το αμέσως προηγούμενο κλείσιμό της (για σήμερα Πέμπτη).

Στο ενεργειακό μείγμα ο λιγνίτης κατέχει ποσοστό 5%, το φυσικό αέριο στο 42% τα υδροηλεκτρικά υποχωρούν σημαντικά, στο 2% οι εισαγωγές διαμορφώνονται στο 3% και οι ΑΠΕ σημειώνουν άλμα στο 48%.