Ποιος Υπαγορεύει την Ενεργειακή Πολιτική της Κυβέρνησης;

Με τις τιμές του ηλεκτρισμού και του φυσικού αερίου να ευρίσκονται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, και το πετρέλαιο να ακολουθεί σε ανατιμήσεις, είναι ελάχιστοι αυτοί που δεν έχουν ακόμα πεισθεί ότι διανύουμε μία πρωτοφανή ενεργειακή κρίση. Μπορεί η Ευρώπη λόγω της ενιαίας αγοράς ηλεκτρισμού που έχει εγκαθιδρυθεί εδώ και λίγα χρόνια στο πλαίσιο διεύρυνσης της εσωτερικής αγοράς, να έχει πληγεί περισσότερο από άλλες περιοχές του πλανήτη, όμως φαίνεται ότι η κρίση είναι γενικευμένη εάν κρίνουμε από την επικρατούσα κατάσταση σε ΗΠΑ και Κίνα όπου οι υψηλές τιμές αλλά και η δυσκολία εξασφάλισης ενεργειακών πόρων δημιουργούν σοβαρό πρόβλημα στις οικονομίες τους. Η άμεση αντίδραση της κυβέρνησης στην καταιγίδα των ανατιμήσεων ήταν η εξασφάλιση οικονομικής ενίσχυσης, στην αρχή για τους ευάλωτους καταναλωτές και αργότερα για ένα ευρύτερο φάσμα. 

energia.gr
Τρι, 2 Νοεμβρίου 2021 - 10:51

Χωρίς σωστή αξιολόγηση μιας δυναμικά εξελισσόμενης κατάστασης οι θέσεις που έλαβε διαδοχικά η κυβέρνηση, υπέρ μιας οριζόντιας αύξησης των επιδοτήσεων φθάνοντας το ποσό των € 500 εκ. για το τρέχον τρίμηνο, κάθε άλλο πείθουν για την ορθότητα των επιλογών της. Όπως παρατηρούν παράγοντες της αγοράς (εδώ) η σημερινή κρίση αφενός μεν δεν είναι προσωρινή, με το καθεστώς υψηλών τιμών σε ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο να παρατείνεται όλο το Α εξάμηνο του 2022 και βάλε, και αφετέρου το προϋπολογισθέν ποσό για οικονομικές ενισχύσεις των καταναλωτών είναι τελείως ανεπαρκές.

Η δε υιοθέτηση επιδοτήσεων στην ενέργεια κάθε άλλο παρά ευνοεί την ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος. Αντιθέτως δημιουργεί ένα κλίμα εφησυχασμού και προσδοκιών για ακόμα μεγαλύτερες επιδοτήσεις έτσι που να αποφεύγεται οιαδήποτε σκέψη, ποσό μάλλον προσπάθεια, εξεύρεσης μιας μακροχρόνιας λύσης για την αντιμετώπιση του ενεργειακού θέματος. Επιπλέον, με τις επιδοτήσεις που σε λίγο θα γίνουν καθεστώς με την αγιαστούρα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που όφειλε να γνωρίζει καλύτερα, υποσκάπτουν κάθε έννοια υγιούς ανταγωνισμού και αντιμάχονται την ίδια την λειτουργία της ενιαίας αγοράς που με πολλούς κόπους και τεράστιο κόστος για τον καταναλωτή μπόρεσε να εδραιώσει η ΕΕ.

Το ερώτημα που ασφαλώς προκύπτει είναι τι άλλες επιλογές έχει η σημερινή κυβέρνηση πέρα από τις επιδοτήσεις, φανερές, πλάγιες και κρυφές, για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την ήδη έκρυθμη κατάσταση η οποία αν αφεθεί στον αυτόματο πιλότο σύντομα θα απειλήσει σοβαρά την παρατηρούμενη οικονομική ανάκαμψη. Αφού οι συνεχιζόμενες υψηλές τιμές στην ενέργεια μοιραία θα οδηγήσουν σε πολύ υψηλότερο πληθωρισμό, ευρείες ανατιμήσεις σε προϊόντα και υπηρεσίες παντός είδους - ήδη το παρατηρούμε- και εκτροχιασμό των οποίων σχεδίων βελτίωσης της αποδοτικότητας και ενίσχυση των παραγωγικών κλάδων της οικονομίας (δηλ. αγροτική παραγωγή, βιομηχανία, υπηρεσίες κα).

Μπορεί η Ελλάδα, ως χώρα μέλος της ΕΕ, να είναι υποχρεωμένη να εφαρμόζει τις διάφορες ντιρεκτίβες και να εναρμονίζει τις όποιες πολιτικές της, συμπεριλαμβανομένου και του ενεργειακού τομέα, με αυτές που αποφασίζονται κεντρικά στις Βρυξέλλες, όμως βάσει της πράξης προσχώρησης έχει την ευχέρεια για λόγους εθνικής και ενεργειακής ασφαλείας να διαφοροποιηθεί σε μεγάλο βαθμό από την επικρατούσα τάση. Προκειμένου η χώρα μας να εξασφαλίσει μέσο-μακροπρόθεσμα χαμηλές τιμές ενέργειας θα πρέπει άμεσα να αναθεωρήσει εν μέρει την ενεργειακή της πολιτική προς δύο κατευθύνσεις.

Πρώτον, να εγκαταλείψει τον αδιέξοδο στόχο πρόωρης απολιγνιτοποίησης μέχρι το 2025 και να διατηρήσει μια βασική υποδομή ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων ισχύος τουλάχιστον 2,5 GW μέχρι το 2040. Μάλιστα θα μπορούσαν οι σταθμοί αυτοί να ενισχυθούν με συστήματα CCUS (δηλ. Carbon Capture and Storage) έτσι ώστε να μηδενιστούν οι εκπομπές τους. Δεύτερον, να επιταχυνθούν οι έρευνες για ανακάλυψη και εκμετάλλευση των εντοπισθέντων κοιτασμάτων φυσικού αερίου που διαθέτει η χώρα. Ως γνωστό υπάρχουν δυο τεράστιες παραχωρήσεις νότια και δυτικά της Κρήτης, όπου με νομοσχέδιο της σημερινής κυβέρνησης (Οκτώβριος 2019),αυτές έχουν δοθεί για έρευνα και ανάπτυξη σε κοινοπραξία που συμμετέχουν δύο από τις μεγαλύτερες και πλέον σοβαρές εταιρείες του κόσμου ( δηλ τις ExxonMobil και Total). Εξυπακούεται ότι αν αφεθεί η ανωτέρω κοινοπραξία, στην οποία συμμετέχει και η δική μας ΕΛΠΕ ,να προχωρήσει σε έρευνα και παραγωγή η Ελλάδα όχι μόνο θα μπορέσει να καλύψει πλήρως τις δικές της ανάγκες και να εξάγει στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά θα εξασφαλίσει πολύ χαμηλές τιμές φυσικού αερίου όπως συμβαίνει σήμερα σε Ισραήλ και Αίγυπτο που αξιοποιούν τα δικά τους κοιτάσματα. Σχετικό άρθρο δημοσίευσε πρόσφατα το energia.gr (εδώ).

Ακόμα, η κυβέρνηση θα μπορούσε να επεκτείνει, αναβαθμίσει και επιταχύνει το πρόγραμμα ενεργειακής αναβάθμισης των κτιρίων, προσφέροντας ακόμα μεγαλύτερες οικονομικές ενισχύσεις στα νοικοκυριά προκειμένου να μειώσουν τις καταναλώσεις τους. Ένα μεγάλο εθνικό σχέδιο βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης όλων των κτιρίων, αδιακρίτως χρήσης και όρων οικονομικής εκμετάλλευσης ( ιδιόκτητα η με ενοίκιο) θα μπορούσε να συνταχθεί και λανσαριστεί σε σύντομο χρονικό διάστημα ( αφού η βάση ήδη υπάρχει μέσω του προγράμματος Εξοικονομώ) δίδοντας πνοή και προοπτικές στην εγχώρια βιομηχανία και εξασφαλίζοντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης στους καταναλωτές που έτσι θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν πλέον οικονομικούς όρους για την ηλεκτροδότηση και θέρμανση/δροσισμό των κατοικιών τους.

Όμως η στάση της κυβέρνησης, όπως προκύπτει από πρόσφατες δηλώσεις του πρωθυπουργού αλλά και του Υπουργού Εξωτερικών, κάθε άλλο, παρά συνηγορούν για την προώθηση των ερευνών υδρογονανθράκων έχοντας υιοθετήσει τελείως αρνητική στάση. Το ίδιο ισχύει και στη περίπτωση των λιγνιτών με την κυβέρνηση να επιμένει σε πρόωρη απόσυρση των ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων και πλήρη αδρανοποίηση του λιγνιτικού δυναμικού της χώρας, παρά το γεγονός ότι η Βουλγαρία, η Πολωνία αλλά και η Γερμανία θα εξακολουθούν να καίνε λιγνίτη και μάλιστα χωρίς μέτρα διακράτησης των ρύπων, μέχρι το 2040. Ο αντίλογος της κυβέρνησης είναι η επιμονή στην ακόμα ποιο ευρεία αξιοποίηση των ΑΠΕ που όμως για να λειτουργήσουν απαιτούν όλο και μεγαλύτερες ποσότητες πλήρως εισαγόμενου φυσικού αερίου, που σήμερα καλύπτει σταθερά το 50% της ηλεκτροπαραγωγής.

Η μονομερής και αδιαπραγμάτευτη αυτή θέση της κυβέρνησης, δηλαδή ταχεία ανάπτυξη των ΑΠΕ έναντι οποιουδήποτε κόστους και απόρριψη όλων ανεξαιρέτως των ορυκτών καυσίμων- την στιγμή μάλιστα που το ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας εξαρτάται κατά 78% από εισαγωγές τέτοιας ενέργειας- δεν πρέπει να μας εκπλήσσει αφού εδώ και καιρό η χάραξη της ενεργειακής πολιτικής έχει εκχωρηθεί εξ ολοκλήρου στις περιβαλλοντικές οργανώσεις (ΜΚΟ) Greenpeace και WWF, εκπρόσωποι των οποίων συμμετέχουν ισότιμα στο ΕΣΕΚ. Είναι χαρακτηριστική η πρόσφατη επιστολή(εδώ) που έστειλε ο διευθυντής της Greenpeace στην χώρα μας στον πρωθυπουργό επ' ευκαιρία του διάσκεψης του COP 26,στην οποία τον εγκαλεί να σεβαστεί τις δεσμεύσεις του προς την εν λόγω ΜΚΟ ,δηλαδή κατάργηση το συντομότερο δυνατό όλων ανεξαιρέτως των ορυκτών καυσίμων και τον προειδοποιεί αυστηρά ότι σε αντίθετη περίπτωση θα βρεθεί «υπόλογος στην ιστορία»