Η ιστορικών διαστάσεων αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΔΕΗ, εν τη απουσία του ελληνικού δημοσίου αποτελεί πλέον γεγονός. Η εταιρεία σύμβολο της ανάπτυξης του τόπου έχει πλέον στη φαρέτρα της μερικά υπερπολύτιμα δισ. ευρώ (μπορεί να φτάσουν ακόμη και στα 4 δισ.) για να χρηματοδοτήσει το φιλόδοξο επικαιροποιημένο business plan της και να εκπληρώσει τους στόχους της για την πράσινη μετάβαση. Η τεράστια αυτή κεφαλαιακή ένεση προσφέρει, όμως στην ΔΕΗ τη δυνατότητα να λειτουργεί ως ένας απολύτως συμβατός με όλες τις σύγχρονες προδιαγραφές, όμιλος, χάρη στη διεύρυνση της μετοχικής βάσης της.

Όσον αφορά στην εκτέλεση του καθαυτού επενδυτικού προγράμματος της Επιχείρησης, προβλέπεται ότι θα έχει υλοποιηθεί κατά το μεγαλύτερο τμήμα του, ήτοι τα 5,3 δισ. ευρώ, έως το 2024 που θα καλυφθεί κατά κύριο λόγο και ισόποσα από την ΑΜΚ, τραπεζικό δανεισμό και την πώληση του ΔΕΔΔΗΕ.

Καθώς όμως απομακρυνόμαστε από το “big bang” που προκάλεσε όλη αυτή τη δημιουργική αναταραχή στους κόλπους της αγοράς, αλλά και αντιδράσεις σε επίπεδο πολιτικών κομμάτων, οφείλουμε να αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό έχει συμβάλει η λειτουργία της νέας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (target model) στη στρατηγική αυτή στροφή και ως εκ τούτου, στη μετεξέλιξη μιας εταιρείας –σύμβολο της οικονομικής αναγέννησης της χώρας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρισμού σημαίνει πως στο παιχνίδι εισήλθαν νέοι παίκτες που συνέβαλαν έτσι ώστε η αγορά να μην κυριαρχείται από έναν μονοπωλιακό κολοσσό, όπως ήταν η ΔΕΗ για δεκαετίες και οι υπόλοιποι να είναι "νάνοι". Βοήθησε, δηλαδή ώστε να υπάρξει ένας ικανοποιητικός βαθμός ανταγωνισμού στην αγορά.

Αυτή η νέα συνθήκη οδήγησε στην κάθετη μείωση της παραγωγής της ΔΕΗ καθώς έχουν κλείσει σχεδόν όλες οι μονάδες λιγνίτη, με τις προβλέψεις για τον επερχόμενο χειμώνα να παραπέμπουν σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση, χάρη στην επιλογή του κράτους να επισπεύσει την απολιγνιτοποίηση. Toύτο δημιούργησε όμως και μια νέα συνθήκη, που επέφερε την υποχρεωτική διαφοροποίηση του μείγματος ηλεκτροπαραγωγής: την εξάρτηση από άλλες πηγές ενέργειας, κυρίως το φυσικό αέριο.

Αυτή είναι η πρώτη παράμετρος της σημαντικής αυτής υπόθεσης. Η δεύτερη αφορά στο εάν η απόφαση για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΔΕΗ δίχως τη συμμετοχή του κράτους σημαίνει ότι η Επιχείρηση θα πάψει να ανήκει στο ελληνικό δημόσιο. Πηγές της εταιρείας με τις οποίες επικοινώνησε το energia.gr, εκτιμούν πως αυτό έχει συμβεί ήδη, αφού η ΔΕΗ είναι πλέον μια εισηγμένη εταιρεία που έχει αρχίσει να λειτουργεί με καθαρά χρηματοοικονομικά κριτήρια.

Με αυτό τον τρόπο η εταιρεία θα μπορεί πλέον να προσλαμβάνει πιο εύκολα και με πιο διαφανείς και αξιοκρατικές διαδικασίες, προσωπικό υψηλότερων ποιοτικών και επαγγελματικών προδιαγραφών, αλλά και να στραφεί απρόσκοπτα στην αναζήτηση εκείνων των δραστηριοτήτων που θα της προσφέρουν ένα πραγματικό παράθυρο ευκαιριών για την ανέλιξή της και τη διατήρησή της ως βασικού πυλώνα παροχής ενέργειας για τη χώρα.

Επομένως, υποστηρίζουν, η απόφαση για ΑΜΚ κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση αφού δίδεται αυτή τη φορά στην ΔΕΗ η δυνατότητα να αντλήσει σημαντικά κεφάλαια με τα οποία θα μπορέσει να χρημτοδοτήσει τόσο το φιλόδοξο επενδυτικό της πρόγραμμα, όσο και να αποπληρώσει σημαντικό τμήμα του χρέους που είχε συσσωρευτεί όλα τα προηγούμενα χρόνια. «Αποτελεί μια χρυσή ευκαιρία», όπως είπε χαρακτηριστικά, στέλεχος της ΔΕΗ.

Υπ΄αυτό το πρίσμα, η συμμετοχή ξένων επενδυτικών funds στο μετοχικό κεφάλαιο της ΔΕΗ θα αποδειχτεί, πιθανότατα μια τονωτική ένεση οργανωτικής τεχνογνωσίας που θα διαχυθεί από τη διοίκηση μέχρι τον απλό υπάλληλο και που θα μπορέσει να οδηγήσει, τελικά, στη ριζική αλλαγή της κουλτούρας που διέπει σήμερα τη λειτουργία της.

Αυτό όμως δεν μπορεί να συμβεί μόνο με επιφανειακές αλλαγές νοοτροπίας, τονίζουν στο energia.gr και θυμίζουν πως πριν από 70 χρόνια, στα πρώτα χρόνια αμέσως μετά την ίδρυση της ΔΕΗ, προσελήφθη η μεγάλη αμερικανική εταιρεία Ebasco (ιδρύθηκε το 1905 και πωλήθηκε το 1993 στην Raytheon) για να προσφέρει υπηρεσίες οργανωτικής φύσεως (όπως μεταξύ άλλων, η περίφημη χρονοκατανομή που συνέβαλε στη βέλτιστη απόδοση του κάθε εργαζόμενου) που ίσχυαν έως και πρίν από λίγα χρόνια, όταν τέθηκε σε εφαρμογή το πρόγραμμα ψηφιοποίησης της Επιχείρησης.

Το μοντέλο που ακολουθήθηκε συνέβαλε στην πολύ καλή οργάνωση που διέκρινε την ΔΕΗ εκείνα τα χρόνια, χάρη στην οποία κατάφερε να δώσει ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Αυτή η ευκαιρία, που χάθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, όταν η ΔΕΗ μετράπηκε σε όχημα εξυπηρέτησης πολιτικών σκοπιμοτήτων και άσκησης κοινωνικής πολιτικής, εμφανίζεται εκ νέου σήμερα, υποστηρίζουν τα στελέχη της Επιχείρησης, με αφορμή την έλευση επενδυτών από «πιο προηγμένες χώρες και με πιο προωθημένες επαγγελματικές πρακτικές και τακτικές», όπως υποστηρίζουν.