για τα επόμενα 50 χρόνια για δε το φυσικό αέριο ακόμα περισσότερο.
Βασικές παράμετροι που συνεισφέρουν στις διαρκείς ανατιμήσεις φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού στην Ευρώπη είναι αφ´ ενός μεν οι υψηλές τιμές πετρελαίου, που έχουν ανατιμηθεί 103% από τις αρχές του έτους, κυρίως λόγω της μετά τα lockdown παγκόσμιας ισχυρής οικονομικής ανάκαμψης- και που ως γνωστόν επηρεάζουν άμεσα τις τιμές αερίου μέσω των κλασικών oil indexed contracts που αποτελούν την βάση της αγοράς- και αφετέρου στις υψηλές τιμές εκπομπών. Αυτές έχουν ξεπεράσει τα € 60 / τόνο, έχοντας τετραπλασιαστεί σε λιγότερο από δυο χρόνια. Με το καπέλο του κόστους δικαιωμάτων ρύπων να έχει εισαχθεί στην ΕΕ από το 2005 μέσω του ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Εκπομπών (ΕΤS) με ξεκάθαρο σκοπό να υπονομεύσει την λειτουργία των ανθρακικών ηλεκτροπαραγωγών μονάδων ώστε να καταστήσει την λειτουργία τους απόλυτα αντιοικονομική. Πράγμα που έχει επιτευχθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό εάν κρίνουμε από την αδυναμία πρόσβασης σε αυτές για τους περισσότερους ευρωπαίους προμηθευτές, με αυτούς να καταφεύγουν στο επίσης ακριβό φυσικό αέριο.
Δεν πρέπει λοιπόν να αποτελεί έκπληξη η άνοδος σε εξωπραγματικά επίπεδα των τιμών αερίου στην Ευρώπη αφού πέρα από τις ανοδικές πιέσεις στις διεθνείς αγορές, κυρίως λόγω του δυσεύρετου υγροποιημένου αερίου (LNG), παρατηρείται τους τελευταίους μήνες υπερβάλλουσα ζήτηση με διαρκώς αυξανόμενο το μερίδιο κάλυψης στην ηλεκτροπαραγωγή. λ.χ στην Ελληνική αγορά το φυσικό αέριο καλύπτει σταθερά άνω του 50% του μίγματος ηλεκτροπαραγωγής τους τελευταίους τρεις μήνες. Με την τιμή του ηλεκτρισμού που παράγεται από φυσικό αέριο να επηρεάζεται και αυτή αρνητικά από τις υψηλές τιμές εκπομπών του (ΕΤS).
Με σκοπό να αντιμετωπισθούν οι υψηλές τιμές ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου η ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας, καταφεύγει στην εύκολη αλλά απαράδεκτη οικονομικά επάνοδο των επιδοτήσεων, σε πρώτη φάση για τους ευάλωτους καταναλωτές, και πολύ σύντομα για όλο το εύρος των καταναλώσεων σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αποφύγει τα χειρότερα ενός επαπειλούμενου στασιμοπληθωρισμού (όπως λχ τις δεκαετίες του 1970 και 1980). Με τις επιδοτήσεις κάθε μορφής όχι μόνο να στρεβλώνουν κάθε έννοια ανταγωνισμού αλλά να υποσκάπτουν για τα καλά και αυτή την ίδια την έννοια της εσωτερικής αγοράς.
Όμως αντί τα ευρωιερατεία σε Βρυξέλλες και Βερολίνο να υπονομεύουν με την πρώτη δυσκολία την λειτουργία των αγορών, στην εύρυθμη λειτουργία των οποίων ομνύουν, καλό θα ήτο να επανεξετάσουν την λειτουργία της ίδιας της ενεργειακής αγοράς αποκλιμακώνοντας σε πρώτη φάση τις απαράδεκτα και τεχνητά φουσκωμένες τιμές εκπομπών - μέσω της κατανομής δωρεάν δικαιωμάτων σε βιομηχανίες και ηλεκτροπαραγωγούς ώστε να ενταχθούν πάλι ορισμένες ανθρακικές μονάδες και να μειωθεί επίσης το κόστος παραγωγής από αυτές που λειτουργούν με φυσικό αέριο. Και αφού το κάνουν αυτό άμεσα καλό θα ήταν να κοιταχτούν στον καθρέπτη και να αντιμετωπίσουν με θάρρος την αλήθεια και τα δεδομένα των αγορών και να αντιληφθούν επιτέλους ότι η ενεργειακή μετάβαση σε καθαρά καύσιμα δεν μπορεί να επιτευχθεί από την μια ημέρα στην άλλη, και αν άρα να εγκαταλείψουν τους τελείως ουτοπικούς στόχους που κατά καιρούς θέτουν.
Με τους στόχους αυτούς, λχ για συγκράτηση της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη στους 1.5 °C ή 2.0 °C να είναι τελείως αυθαίρετοι και στην πραγματικότητα να μην αντιστοιχούν σε συγκεκριμένους όγκους εκπομπών αφού η συσχέτιση εκπομπών CO2 με την υποτιθέμενη αύξηση της θερμοκρασίας μέλλει να αποδειχθεί. Χωρίς ουδέποτε να έχουμε αμφισβητήσει την ανάγκη για μετάβαση σε καθαρά καύσιμα – αφού ασχολούμαστε επαγγελματικά με τις εφαρμογές ηλιακής και αιολικής ενέργειας ήδη από το 1975. Όμως με το να θέτουμε συνεχώς υψηλότερους στόχους για την μείωση των εκπομπών ( λχ -55% στην ΕΕ μέχρι το 2030) και να έχουμε ανάγει σε θρησκεία την κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050, οδηγούμε την έρευνα και παραγωγή ορυκτών καυσίμων σε τέλμα. Την στιγμή που πετρέλαιο, φ. αέριο και άνθρακας καλύπτουν σταθερά το 85 % της παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας (ακριβώς το ίδιο ποσοστό που ήτο το 1980). Με το να προσπαθούμε να χειραγωγήσουμε την παραγωγή χωρίς να ελέγξουμε την κατανάλωση - η οποία συνεχώς αυξάνεται – διευρύνουμε μια επικίνδυνη ανισότητα που μοιραία οδηγεί σε αυξημένες τιμές και προβλήματα στην τροφοδοσία της αγοράς.
Επιπλέον, η ενεργειακή μετάβαση, εάν θέλουμε να είμαστε πραγματιστές, δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς το φυσικό αέριο που ελλείψει άνθρακα (και με την πυρηνική ενέργεια υπό διωγμό) είναι το μόνο καύσιμο που μπορεί να εξασφαλίσει τα απαραίτητα φορτία βάσης. Κάτι που είναι απαραίτητο όσο αυξάνεται η συμμετοχή των πολυπόθητων ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο. Ίσως δε το πλέον σημαντικό στην ενδοσκόπηση που θα πρέπει να κάνουν οι ενεργειακοί ιθύνοντες της ΕΕ είναι η διαπίστωση ότι ελλείψει άμεσων και ανταγωνιστικών, σε τιμές, καυσίμων που μπορούν άμεσα να αντικαταστήσουν τις ΑΠΕ όταν αυτές δεν είναι διαθέσιμες στην ημερήσια αγορά, θα πρέπει να στηρίξουν φυσικό αέριο και πυρηνική ενέργεια ως τα πλέον καθαρά καύσιμα, αφού «όλοι συμφωνούμε» ότι σταδιακά θα πρέπει να αποχωριστούμε τον άνθρακα. Το να καλλιεργείται έντεχνα η εικόνα από την ΕΕ μέσω του περίφημου Green Deal (που σύντομα υπό το βάρος των περιστάσεων θα γίνει Grey Deal) ότι μέχρι το 2030 οι ΑΠΕ θα έχουν αντικαταστήσει πλήρως άνθρακα, φυσικό αέριο και πυρηνικά χωρίς να αποφύγουμε εν τω μεταξύ την ενεργειακή πτώχευση, είναι όχι μόνο ανέφικτο τεχνικά αλλά και ανέντιμο πολιτικά.
Τέλος, αναφερόμενοι στις ενεργειακές τιμές θα πρέπει να λάβουμε υπ´ όψη μας την πολύπλοκη πραγματικότητα των αγορών που ως γνωστό επηρεάζονται από σωρεία παραγόντων που τις περισσότερες φορές είναι τελείως αδύνατον να προβλέψουμε πολύ δε περισσότερο να προεξοφλήσουμε. Στη προτεινόμενη από την στήλη ενδοσκόπηση και αυτοκριτική καλό θα ήταν το ευρωιερατείο να λάβει υπ όψη του την πραγματικότητα των αγορών που εάν κρίνουμε από τα σχέδια και τις πράξεις του φαίνεται ότι παντελώς αγνοεί.
* Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εστία στις 9/11