Συνεχίζουν ή όχι τα Βαλκάνια να αποτελούν μια γεωπολιτική οντότητα με κάποια κοινά συμφέροντα των χωρών που τα συναποτελούν; Κατά παράδοξο τρόπο, καμία χώρα της περιοχής δεν ανταποκρίνεται στις κρούσεις της Αθήνας για τη συγκρότηση ενός «βαλκανικού μετώπου» μέσα στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, παρόλο που σήμερα τα βαλκανικά κράτη δεν ανήκουν πλέον σε αντίπαλες στρατιωτικοπολιτικές συμμαχίες, όπως παλαιότερα.
Κυριαρχούν όμως οι φυγόκεντρες τάσεις. Η Σλοβενία, η Κροατία και η Βοσνία ισχυρίζονται ότι ανήκουν στην Κεντρική Ευρώπη και αρνούνται ότι έχουν οιαδήποτε σχέση με τα Βαλκάνια. Το ίδιο και η Ρουμανία. Η Βουλγαρία και η Ρουμανία αποκτούν αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις στο έδαφός τους, μετατρέπονται σε στρατηγική απειλή εναντίον της Ρωσίας και καθίστανται ορμητήρια της Ουάσινγκτον για πολεμικές εκστρατείες στη Μέση Ανατολή, στον Καύκασο, στην περιοχή της Κασπίας. Τα Τίρανα επιδιώκουν να προωθήσουν την ίδρυση του κράτους της «Μεγάλης Αλβανίας», με την ανεξαρτητοποίηση κατ’ αρχάς και την ενσωμάτωση εν συνεχεία του Κοσόβου και των περιοχών της ΠΓΔΜ που κατοικούνται από Αλβανούς. Η φιλική αλλά πολλαπλά ακρωτηριασμένη Σερβία έχει υποστεί δραματική συρρίκνωση του διεθνούς της ρόλου, σε βαθμό που δεν μπορεί πλέον να αποτελεί τον άξονα της βαλκανικής πολιτικής της χώρας μας. Η σταδιακή μετατροπή της ΠΓΔΜ σε ένα κράτος που έχει εχθρικές σχέσεις με όλες τις γειτονικές του χώρες, υπερεκτιμώντας την ισχύ που υποτίθεται ότι προσφέρει στα Σκόπια η θέση τους ως προτεκτοράτου των ΗΠΑ, θέτει κρίσιμη ερωτήματα ως προς τη συνέχιση της ύπαρξης της ΠΓΔΜ ως ενιαίας χώρας ή το διαμελισμό της σε αλβανικό και σλαβικό κομμάτι. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και η προηγηθείσα κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» έχουν οδηγήσει στην ορμητική ανάπτυξη της επιρροής της Τουρκίας στα Βαλκάνια, σε διαστάσεις πρωτοφανείς εδώ και έναν αιώνα.
Η Ελλάδα τι κάνει σε αυτό το «πολιτικό ναρκοπέδιο» των Βαλκανίων του 21ου αιώνα, όπου πέρα από τις επιδιώξεις των κρατών της χερσονήσου συγκρούονται και η αμερικανική, η γερμανική και η ρωσική πολιτική, που επιδιώκουν να εδραιώσουν, να διευρύνουν ή να ανακτήσουν σφαίρες επιρροής; Ποιες συμμαχίες σφυρηλατεί η Αθήνα; Ποιους στόχους πρέπει να έχει η ελληνική βαλκανική πολιτική; Τα ερωτήματα είναι πολλά και κρίσιμα για το μέλλον, άμεσο ή προσεχές. Πρέπει ή όχι να προβάλει η Ελλάδα βέτο στην ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ; Θα επιτραπεί ή όχι στον ελληνικό λαό να πει και αυτός με δημοψήφισμα τη γνώμη του για το αν πρέπει να ενταχθεί η Τουρκία στην ΕΕ; Συνιστά ή όχι απειλή για την Ελλάδα η «Μεγάλη Αλβανία»; Ποιες είναι οι δραματικές συνέπειες για την Κύπρο από ενδεχόμενη αναγνώριση μονομερούς ανακήρυξης της ανεξαρτησίας του Κοσόβου; Επιτρέπεται η Ελλάδα να καταστεί «ενεργειακός όμηρος» της Τουρκίας;
Το βιβλίο του Γιώργου Δελαστίκ φωτίζει τη σημερινή βαλκανική πραγματικότητα, αναλύει τις επιπτώσεις της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή μας και εντάσσει στο διεθνές πλαίσιο τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική εξωτερική πολιτική.
Ο Γιώργος Δελαστίκ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1952 και σπούδασε ηλεκτρολόγος-μηχανικός στην Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών. Είναι δημοσιογράφος, ειδικός σε θέματα εξωτερικής και διεθνούς πολιτικής. Από το 1981 παρακολουθεί συστηματικά τις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και στα Βαλκάνια. Γνωρίζει δώδεκα ξένες γλώσσες. Το βιβλίο αυτό είναι το πέμπτο του σε διεθνή θέματα. Έχουν προηγηθεί τα Αφγανιστάν (1985), Συνωμοσία στη Μεσόγειο (1986), Θύελλα στον Κόλπο (1991) και Η Νέα Γιάλτα (1994). Μελέτες και άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε ξένα περιοδικά. Έχει εργαστεί σε πολλές εφημερίδες, ραδιοσταθμούς και περιοδικά. Σήμερα είναι διευθυντής στην εβδομαδιαία εφημερίδα Πριν, αρθρογράφος στο Έθνος και αναλυτής στον ΑΝΤΕΝΑ.
Aθήνα 2008 Σειρά: ΠΟΛΙΤΙΚΗ Σελίδες: 335 Τιμή: € 18.00 (με ΦΠΑ)